The world I love:my novels, my favorite themes

Πέμπτη 27 Απριλίου 2017

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΑΡΥΦΑΛΛΩΝ(Revolução dos Cravos)                
Μια διαφορετική επανάσταση
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Το1974, λίγους μόνο μήνες πριν επανέλθει η Δημοκρατία στον τόπο μας, προηγήθηκε η  Πορτογαλία. Μόνο που η εκεί φασιστική δικτατορία υπήρχε από το 1926, δεκατίες πριν τη δική μας...
Η χώρα βούλιαζε οικονομικά, καθώς ξόδευε το 40% του προϋπολογισμού της στις αποικίες και στο στράτευμα υπήρχε βαθιά δυσαρέσκεια.
Έτσι, δημιουργήθηκε το Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων (MFA) έχοντας μέλη κυρίως λοχαγούς και κατώτερους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν φοιτήσει στο πανεπιστήμιο της Λισσαβόνας∙ αρκετοί από αυτούς είχαν ασπαστεί τον Μαρξισμό. Οργανώθηκε συνωμοτικά, κάτω από τη μύτη του στυγνού καθεστώτος, πού τότε διοικούσε ο διάδοχος του Σαλαζάρ, Μαρσέλο Καετάνο.
Επί κεφαλής του στρατιωτικού αυτού κινήματος ήταν ο αριστερός λοχαγός Οτέλο Σαράϊβα ντε Καρβάλιο, μια χαρισματική φιγούρα της επανάστασης που θαύμαζε τον Φιντέλ Κάστρο.

Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Απριλίου και τα ρολόγια στην Πορτογαλία  12:20 το μεσημέρι όταν ακούστηκε από το ραδιόφωνο ένα σύνθημα- ένα τραγούδι. Ήταν το «Γκράντολα, μελαμψή πόλη» του αντιστασιακού ποιητή Ζέκα Αλφόνσο και απευθυνόταν στα μέλη του Κινήματος, δίνοντας την εντολή στα μέλη τους να καταλάβουν συγκεκριμένα στρατηγικά σημεία εξουσίας.
Οι πραξικοπηματίες απηύθυναν έκκληση στους κατοίκους της Λισσαβώνας να μείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους, αλλά δεν τους άκουσε κανείς. Χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, ενώθηκαν με τους στρατιώτες των επαναστατών, τοποθέτησαν γαρύφαλλα στις κάννες των όπλων τους και στα δικά τους αυτιά, τραγουδώντας δυνατά το τραγούδι-σύνθημα της επανάστασης.
Τα άφθονα ευωδιαστά γαρύφαλλα που γέμισαν τους δρόμους συμβόλιζαν την ειρήνη και την συμφιλίωση. Ήταν μια αλλιώτικη επανάσταση, ορισμένη από τις μυρωδιές της φύσης και την μελοποιημένη ποίηση στα χείλη χιλιάδων ανθρώπων.
Μετά από έξι ώρες το δικτατορικό καθεστώς του Αντόνιο ντε Ολιβέϊρα Σαλαζάρ και του διαδόχου του Μαρσέλο Καετάνο, το Νέο Κράτος(Estado Novo) όπως το αποκαλούσε, κατάρρευσε. Η ανατροπή ήταν σχεδόν αναίμακτη( υπήρξαν 4 νεκροί). Ο Καετάνο, μετά από διαπραγματεύσεις, παρέδωσε την εξουσία και έφυγε για την Βραζιλία.
Εκείνο το βράδυ διεξήχθη και ο διαγωνισμός τραγουδιού της Γιουβίζιον. Την Πορτογαλία εκπροσωπούσε ο τραγουδιστής Πάλουλο ντε Καρβάλιο με το τραγούδι «Μετά το αντίο» (e depois do adeus). Αυτό το τραγούδι που ακούστηκε από όλα τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις το βράδυ που οι Πορτογάλοι ανέπνεαν το φρέσκο αεράκι της ελευθερίας, έγινε το δεύτερο σύνθημα της επανάστασης, το τραγούδι που συμβόλιζε την απελευθέρωση από τα δεσμά της χούντας.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ετών η διακυβέρνηση της χώρας πέρασε στα χέρια της επταμελούς «Χούντας της Εθνικής Σωτηρίας», με επί κεφαλής τον στρατηγό Αντόνιο Ριμπέιρο ντε Σπίνολα.
Επειδή το Κίνημα, όπως είπαμε, απαρτιζόταν κυρίως από λοχαγούς, χρειάστηκαν κάποιοι ανώτεροι για να προσδώσουν κύρος και να... φυλακίσουν τον αριστερό λοχαγό ντε Καρβάλιο, από φόβο μήπως εγκαταστήσει ένα απολυταρχικό καθεστώς τύπου Στάλιν. Ο Σπίνολα, πρώην κυβερνήτης της Γουϊνέας, «ο στρατηγός με το μονόκλ», ο οποίος φρόντισε να αυτοπροβληθεί ως ηγετική φιγούρα της επανάστασης των γαρυφάλλων, χωρίς ουσιαστική συμμετοχή, κρίθηκε ο καταλληλότερος για τη θέση του προσωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας. 

Μια σκληρή μάχη μεταξύ δεξιών και αριστερών αξιωματικών έληξε αισίως με την επικράτηση των μετριοπαθών δυνάμεων που οδήγησαν τη χώρα στις εκλογές για νέο σύνταγμα ακριβώς ένα χρόνο μετά (24 Απριλίου 1975) και σε νέες εκλογές το 1976, που ανέδειξαν την πρώτη συνταγματική κυβέρνηση. Η δημοκρατία πατούσε σε σταθερό έδαφος και δέκα χρόνια αργότερα η Πορτογαλία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.










ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΑΔΝΗ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Όταν ο Θησέας, νικητής του Μινώταυρου, άφησε το νησί του Μίνωα, απαλλάσσοντας την πατρίδα του από το  θανατικό των νέων ανθρώπων, πήρε μαζί του και την βασιλοπούλα Αριάδνη( γνωστή στην Κρήτη ως Αριάγνη ή Αριδήλα), η οποία τον είχε βοηθήσει δίνοντάς του τον μήτο- τη λύση του λαβύρινθου.
Τα αισθήματα της Αριάδνης είναι γνωστά και φανερά από την πράξη της: αγάπησε τον Θησέα. Το τι ένιωσε, όμως, ο Αθηναίος ήρωας για εκείνη, δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο και οι παραλλαγές των μύθων πολλές.
Οι Αθηναίοι έλεγαν ότι ο Θησέας υποσχέθηκε γάμο στην Αριάδνη όταν έφταναν στην Αθήνα. Όταν το καράβι με τα μαύρα πανιά έφτασε στην νήσο Δία(σημερινή Νάξο), όμως, ο Θησέας υποχρεώθηκε να αφήσει εκεί την αγαπημένη του, υποχωρώντας στις ορέξεις του θεού Διόνυσου.
Η αφήγηση του Ομήρου στην Οδύσσεια μας λέει ότι ο Θησέας δεν μπόρεσε να χαρεί την Αριάδνη, επειδή στη νήσο Δία την σκότωσε η θεά Άρτεμις Διονύσου μαρτυρίησι. Δεν γνωρίζουμε αν ο ποιητής εννοεί την Νάξο ή ένα έρημο νησί κοντά στην Κρήτη, που μέχρι τις μέρες μας αποκαλείται Ντία, δεν μας περιγράφει τις μαρτυρίες του Διονύσου ούτε σε τι σφάλμα είχε υποπέσει η Αριάδνη για να φονευθεί από την Άρτεμη.
Μια άλλη εκδοχή αναφέρει ότι η Άρτεμη την σκότωσε επειδή έχασε την παρθενία της, ερχόμενη σε επαφή με τον Θησέα μέσα σε ένα ιερό του Διονύσου.
Η επικρατέστερη εκδοχή των αρχαϊκών χρόνων παραδίδει ότι ο Θησέας έφυγε κρυφά από τη Νάξο, εγκαταλείποντας την Αριάδνη κοιμώμενη, ή επειδή αγαπούσε την Αίγλη, κόρη του Πανοπέα, ή επειδή έτσι τον διέταξε η Αθηνά, για να παραχωρηθεί η νέα στον Διόνυσο.

Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή, ο Διόνυσος βρήκε την Αριάδνη σε μια ακτή της Νάξου ή να κοιμάται ή να έχει ξυπνήσει και να κλαίει για την τύχη της. Έτσι ή αλλιώς, ο Διόνυσος την παρηγόρησε και την έκαμε γυναίκα του. Ο ίδιος ο Ησίοδος την αναγνωρίζει ως σύζυγο του Διονύσου και αθάνατη- ένα δώρο του Δία. Η Αριάδνη χάρισε στον Διόνυσο δύο γιούς: τον Οινοπίωνα και τον Στάφυλο.
Κατ’ άλλους, ο Διόνυσος άρπαξε με τη βία την Αριάδνη από τα χέρια του Θησέα στη Νάξο, ενώ υπάρχει και μια εντελώς αδιευκρίνιστη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η Αριάδνη είχε έρθει στη Νάξο φερμένη από κάποιους ναύτες και έζησε με τον Ώναρο, ιερέα του Διόνυσου.
Τέλος, λέγεται ότι η Αριάδνη, όταν αντελήφθηκε την ατιμωτική της εγκατάλειψη, κρεμάστηκε από ένα δέντρο.

Ο Πλούταρχος τώρα, διασώζει μια ιστορία, ειπωμένη από κάποιον Παίονα από τον κυπριακό Αμαθούντα. Ο Θησέας, παρασύρθηκε στις ακτές της Κύπρου από φοβερή τρικυμία. Εκεί, αναγκάστηκε να βγάλει στην ακτή την ήδη ταλαιπωρημένη και εγκυμονούσα Αριάδνη, αλλά την ώρα που, ανεβασμένος στο καράβι, προσπαθούσε με τους συντρόφους του να το δέσει στην ξηρά, τα κύματα το παρέσυραν μακριά. Η Αριάδνη έμεινε μόνη... Κύπριες γυναίκες τη βοήθησαν, την παρηγόρησαν, φτάνοντας στο σημείο να γράφουν γράμματα και να της λένε ότι ήταν γραμμένα από τον Θησέα. Η Αριάδνη έχανε τη μάχη με τη ζωή μέρα τη μέρα, μέχρι που πέθανε, πριν προλάβε να γεννήσει.
Ο Θησέας επέστρεψε όταν ο καιρός τού το επέτρεψε για να βρει τη γυναίκα του νεκρή. Έδωσε χρήματα στις γυναίκες που την είχαν φροντίσει για να θυσιάζουν στον τάφο της, ο οποίος ήταν σε ένα άλσος. Οι Αμαθούσιοι το ονόμασαν άλσος της Αριάδνης Αφροδίτης και κάθε χρόνο, την ημέρα της θυσίας ένας νέος ξάπλωνε και φώναζε, παριστάνοντας μια ετοιμόγεννη γυναίκα.
Αυτό το τελευτίο είναι ένα έθιμο γνωστό σε πολλές περιοχές του κόσμου, κατά το οποίο ένας άνδρας παριστάνει μια γυναίκα που είναι λεχώνα, για να εξαπατήσει τα πονηρά πνεύματα και να προστατεύσει τη γυναίκα.


Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΤΟ ΠΑΡΑΞΕΝΟ ΦΡΟΥΤΟ
(τραγούδι της Μπίλλυ Χόλινταιη)
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Με νωπές ακόμη τις θρησκευτικές προσλαμβάνουσες της Ανάστασης του Χριστού και με διάθεση να παραμείνω επικεντρωμένη στον άνθρωπο και όσα τον απασχολούν, θέλω να σας μιλήσω για τούτο το ιδιαίτερο τραγούδι που ηχογραφήθηκε το 1939, το πρώτο που αναφέρεται στον ρατσισμό και στα καταπατημένα ανθρώπινα δικαιώματα. 

Οι στίχοι του τραγουδιού προέρχονται από το ποίημα του Άμπελ Μέροπολ, ενός καθηγητή γυμνασίου του Μπρόνξ της Νέας Υόρκης «Πικρό Φρούτο» (Bitter Fruit). Ο Μέροπολ ήταν Εβραίος με καταγωγή ρωσική, ήδη μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Εκφράζει τη φρίκη και τον αποτροπιασμό που ένιωσε βλέποντας τη φωτογραφία του Λώρενς Μπέιτλερ, η οποία έδειχνε τους Τόμας Σιπ και Άμπραμ Σμίθ, δύο μαύρους ήδη λιντσαρισμένους να κρέμονται από τα κλαδιά ενός δένδρου στην πόλη Μάριον της Ιντιάνα.
Ο Μέροπολ έγραψε το ποίημα, το οποίο εκδόθηκε στο περιοδικό The New Yorker Teacher το 1936 υπογράφοντας ως Λιούις Άλλαν, φοβούμενος δίωξη. Στη συνέχεια το μελοποίησε μόνος, αφού κανένας δεν τολμούσε να το κάνει.
Το τραγούδι σημείωσε μικρή επιτυχία, ερμηνευμένο από τον ίδιο τον Μέροπολ, τη γυναίκα του και την μαύρη τραγουδίστρια Λώρα Ντάνκαν, στο χώρο του Madison Square Garden.
Ο Μπάρνεϊ Τζόζεφσον, ιδρυτής του νυχτερινού κέντρου Cafe Society στην Νέα Υόρκη, το άκουσε. Γοητευμένος, πρότεινε στη Μπίλι Χόλινταιη να το τραγουδήσει στο δικό του κέντρο, πράγμα που έγινε.
«Την πρώτη φορά που το τραγούδησα, νόμισα ότι κάναμε μεγάλο λάθος. Είχα τελειώσει και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ξαφνικά, κάποιος άρχισε να χειροκροτεί και με μιάς όλοι άρχισαν να χειροκροτούν από παντού και να ζητωκραυγάζουν», δήλωσε η Χόλινταιη.
Ο πανέξυπνος Τζόζεφσον κατάλαβε τη δύναμη της επιρροής του τραγουδιού και πρότεινε στην Χόλινταιη να το λέει σε όλες τις παρουσιάσεις της τελευταίο. Κι εκείνη τον άκουσε. Τα φώτα έσβηναν και ένας προβολέας φώτιζε μόνο την τραγουδίστρια. Με τα χέρια σε στάση προσευχής και με μάτια κλειστά, η Χόλινταιη το τραγουδούσε με την χαρακτηριστική, καθαρή λυρική φωνή της, μεταφέροντας τους πάντες σε μιαν άλλη, άϋλη, ουράνια σφαίρα.

Στη συνέχεια, η Χόλινταιη πρότεινε στην δισκογραφική της εταιρία Κολούμπια να το ηχογραφήσει. Η Κολούμπια αρνήθηκε, αλλά η Χόλινταιη επέμεινε, προτείνοντάς το στην εταιρία Commodore Records, ιδιοκτήτης της οποίας ήταν ο φίλος της Μίλτ Γκάμπλερ. Τελικά, παίρνοντας μόνο μια μέρα άδεια από την Κολούμπια για να το ηχογραφήσει σε άλλο στούντιο, ο δίσκος κυκλοφόρησε. Το εν λόγω τραγούδι ήταν στην πίσω πλευρά του δίσκου, «κρυμμένο» λόγω των στίχων του.
Αυτός ο δίσκος έγινε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της Μπίλι Χόλινταιη.
Το «Παράξενο Φρούτο» έζησε και έφτασε να ανακηρυχτεί ύμνος του αντι-λιντσαριστικού κινήματος και να επηρεάσει το κίνημα των ανθρώπινων δικαιωμάτων της δεκαετίας του 1950.
Τον Δεκέμβριο του 1999, το περιοδικό Τάιμ το επέλεξε ως «τραγούδι του αιώνα».
Το 2002 η Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου το περιέλαβε στις 50 κυριότερες ηχογραφήσεις του καταλόγου National Recording Registry.

Η φρικιαστική εικόνα των δύο ανθρώπινων κρεμασμένων σωμάτων στο δένδρο, εν μέσω μιας ειδυλλιακής ατμόσφαιρας των νότιων πολιτειών, αποτυπώθηκε στους παρακάτω στίχους:
«Τα δέντρα του Νότου βγάζουν ένα παράξενο φρούτο.
Αίμα στα φύλλα, αίμα στη ρίζα, μαύρα σώματα  που λικνίζονται στο νότιο αεράκι,
κι ένα παράξενο φρούτο να κρέμεται από τις λεύκες.
Σε μια βουκολική σκηνή του γενναίου Νότου, τα εξογκωμένα μάτια και το στραβωμένο στόμα,
το γλυκό και φρέσκο άρωμα της μανόλιας και ξαφνικά η μυρωδιά της καμένης σάρκας.
Εδώ είναι ένα φρούτο έτοιμο να ξεριζωθεί από τα κοράκια, να συλλεγεί από τη βροχή, να το γευθεί ο άνεμος, να το ψήσει ο ήλιος, να πέσει από το δέντρο.
Εδώ είναι μια παράξενη, πικρή σοδειά»

(Southern trees bear a strange fruit. Blood on the leaves and blood at the root, black bodies swingin’ in the Southern breeze, strange fruit hangin’ from the poplar trees.
Pastoral scene of the gallant South, the bulgin’ eyes and the twisted mouth,
Scent of magnolias sweet and fresh, then the sudden smell of burnin’ flesh.
Here is a fruit for the crows to pluck, for the rain to gather, for the wind to suck, for the sun to rot, for the tree to drop.
Here is a strange and bitter crop.)


Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΟΥ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες επικρατούσε η γνώμη ότι η λατρεία του θεού Διόνυσου – ενός θεού με προέλευση θρακική ή μικρασιατική- είχε εισαχθεί στη  χώρα μας   ελάχιστα πριν τους ιστορικούς χρόνους. Οι ανασκεφές στην Πύλο, όμως, στα 1953 έφεραν στο φως δύο επιγραφές, γραμμένες στην Γραμμική Γραφή Β, χρονολογημένες στον 12ο π.Χ. αιώνα.
Ο Διόνυσος για τους Έλληνες αντιπροσωπεύει τον θεό της βλάστησης (εκτός των δημητριακών καρπών), του κρασιού και κατ’ επέκτασιν της χαράς και της γονιμότητας.
Ο Όμηρος αναφέρει ότι είναι ο μυστικά μεγαλωμένος γιός του Δία και της Σεμέλης, αλλά χωρίς παλάτι στον Όλυμπο. Ούτε για θεό τον λογαριάζει ο τυφλός ποιητής, αφού μας τον παρουσιάζει τρέμοντα μπροστά στην οργή και τις απειλές του βασιλιά της Θράκης Λυκούργου και καταφεύγοντα στην παρήγορη θαλάσσια αγκαλιά της Θέτιδας.
Αντίθετα, ο Ησίοδος τον θεωρεί θεό, μαζί και την μητέρα του που είχε γίνει αθάνατη, ενώ υπάρχει και η μαρτυρία ότι ο Διόνυσος μετονόμασε τη μητέρα του Διώνη ή Θυώνη και την ανέβασε μαζί του στο θεϊκό βουνό.
Το γνώρισμα που χαρακτηρίζει από την αρχή την διονυσιακή θρησκεία είναι η έκσταση, να «βγαίνει» κανείς και να ξεπερνά τον εαυτό του, όχι μόνο μέσω του κρασιού, αλλά και μέσω του παράφορου χορού. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που ο Όμηρος, πρεσβευτής της ολυμπιακής θρησκείας και αντίθετος με τα όποια μυστικυστικά κηρύγματα, σχεδόν τον αγνοεί. Ο απλός λαός, όμως, τον ακολουθεί με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, τον βαφτίζει Λύσιο (αυτός που λυτρώνει από τις έγνοιες και τα βάσανα της καθημερινότητας) και τον λατρεύει στην κυριολεξία.

Όταν αργότερα, αλλά εντός της αρχαϊκής περιόδου, το οργιαστικό στοιχείο μετριάστηκε ως ένα βαθμό, ο Διόνυσος πέρασε επίσημα την είσοδο στους Δελφούς για να αντικαταστήσει τον Απόλλωνα τους τρεις χειμωνιάτικους μήνες, που ο θεός του φωτός βρισκόταν στην Υπερβόρεια χώρα. Και στη διάρκεια του χειμώνα δεν αντιχούσε στον ιερό χώρο του μαντείου ο παιάνας του Απόλλωνα, αλλά ο διθύραμβος, το λατρευτικό τραγούδι του Διονύσου.
Τα όργια του Διόνυσου γορτάζονταν κάθε δύο χρόνια στις αρχές του Δεκεμβρίου στον Παρνασσό- όργια που δεν είχαν την μειωτική έννοια και σημασία που αποδίδουμε εμείς  σήμερα στην συγκεκριμένη λέξη. Εκείνη την εποχή σήμαινε ιερά έργα, τελετουργίες θρησκευτικές.
Μόνον γυναίκες – κι αυτές οργανωμένες σε θιάσους- έπαιρναν μέρος σ’ αυτά, με καταγωγή από τις γύρω περιοχές, αλλά και από την Αθήνα. Ήταν οι Μαινάδες ή Βάκχες ή Θυιάδες που κρατούσαν στο ένα χέρι τον αναμένο δαυλό και στο άλλο τον θύρσο(ραβδί στολισμένο με αμπελόφυλλα και κισσό, με ένα κουκουνάρι στην άκρη) και οι οποίες εβάκχευαν, δηλαδή, καταλαμβάνονταν από θρησκευτική υστερία: ανέβαιναν τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι και την παγωνιά του χειμώνα στις δασωμένες πλαγιές του πανύψηλου όρους, ενώ τα τύμπανα και ο ήχος του αυλού συνόδευαν τους έξαλους χορούς τους, μέχρι που κοβόταν η ανάσα τους κι έπεφταν στο παγωμένο χώμα αναίσθητες.
Μέσα στην αλλοφροσύνη τους «έβλεπαν» να αναβλύζουν από τη γη ποτάμια άπό τα οποία,  αντί για νερό έρρεε μέλι, γάλα και κρασί. Πίστευαν ότι ο Διόνυσος μεταμορφωνόταν σε ζώο, σε  όποιο  ζώο συναντούσαν στο τρελό διάβα τους. Κατεχόμενες από την ανεξέλεγκτη επθυμία να ενωθούν με τον θεό, κατασπάραζαν το ζώο με γυμνά χέρια και έτρωγαν τη σάρκα του ωμή.
Ανάλογες ήταν οι τελετές και στα άλλα βουνά της Ελλάδας και της Μικράς Ασίας, πολύ δε περισσότερο σ’ εκείνα της Μακεδονίας, η οποία συνόρευε με τη Θράκη- την περιοχή από την οποία είχαν πρωτοξεκινήσει τα λατρευτικά όργια.

Ο Πίνδαρος ετυμολογώντας το όνομα Διόνυσος, μας λέει ότι προέρχεται από τις λέξεις Δίας και Νύση, το βουνό δηλαδή πάνω στο οποίο γεννήθηκε ο θεός. Σήμερα οι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι η λέξη Νύση μπορεί να προέρχεται από το Υιός, δηλαδή, υιός Δία. 

Ο πίνακας του Καραβάτζιο αποτυπώνει με μοναδικό νατουραλιστικό τρόπο τον Έφηβο Βάκχο-Διόνυσο τυλιγμένον σε ένα λευκό σεντόνι και λουσμένον σε ένα αστραφτερό φως που αναδεικνύει τα σκούρα των κληματόφυλλων και των τσαμπιών με τα ώριμα σταφύλια, τα οποία στολίζουν το κεφάλι του. Το ύφος, νυσταλέο ή ζαλισμένο από το κρασί που έχει κιόλας καταναλώσει, δίνει την αίσθηση της ανεμελιάς.
Ο Καραβάτζιο, όπως έδειξαν οι αναλύσεις με ακτίνες Χ, παρενέβαινε συνεχώς στο αριστούργημά του, μέχρι να πετύχει την μέγιστη δυνατή πληρότητα και αρμονία στην μορφοπλασία.
Πρόκειται για την πρώτη από μια σειρά  προσωπογραφιών, που ο καλλιτέχνης φιλοτέχνησε με τη χρήση καθρέφτη, σύμφωνα με τον Μπαλιόνε (1642). Ίσως είναι αυτός ο λόγος που ο έφηβος κρατά το ποτήρι με το κρασί με το αριστερό χέρι     (... ή ίσως δηλώνοντας την αρχή ενός μεθυσιού που αμβλύνει τις αισθήσεις).



Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Η κορύφωση του Θείου Δράματος είναι η ταπεινωτική και εξευτελιστική άνοδος στον λόφο του Γολγοθά και η σταύρωση του Θεανθρώπου ως κοινού εγκληματία. Η χειρότερη μέρα της Χριστιανοσύνης, αναγκαία για τον ερχομό της λύτρωσης, της Ανάστασης και της Σωτηρίας.

Το προηγούμενο βράδυ, σύμφωνα με τις χριστιανικές δοξασίες, ο Ιησούς και οι δώδεκα μαθητές του πήραν το τελευταίο τους δείπνο. Ένα ιδιαίτερης σημασίας δείπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Ιησούς έπλυνε τα πόδια των μαθητών του και τους έκανε «κοινωνούς» του σώματος και του αίματός του- αυτό που όλοι γνωρίζουμε ως Θεία Κοινωνία, το ευλογημένο από τον ιερέα ψωμί βουτηγμένο σε κρασί, συμβολισμός του σώματος και του αίματος του Ιησού. Λόγω, επομένως, του μυστηρίου της Θείας Κοινωνίας ονομάστηκε μυστικός, αν και αυτή η ονομασία δεν αναφέρεται πουθενά στην Καινή Διαθήκη.
Ένα δείπνο πολλαπλών αποκαλύψεων από την πλευρά του Ιησού, ο οποίος είπε ότι ο Πέτρος θα τον αρνηθεί τρεις φορές και ότι κάποιος από τους δώδεκα θα τον προδώσει, ένα δείπνο από το οποίο απεχώρησε ο Ιούδας, αφού του έδωσε ο Ιησούς ένα κομμάτι ψωμί αποκαλύπτοντας την ταυτότητα του προδότη, ένα δείπνο που με το πέρασμα των χρόνων και των αιώνων έγινε αφορμή συγκρούσεων ανάμεσα σε ιστορικούς, θρησκειολόγους, μελετητές και αποκρυφιστές.

Θρύλοι, αλήθειες και ψέματα μαζεύτηκαν έχοντας πρωταγωνιστές τον Ιησού και την Μαρία την Μαγδαληνή. Για ποιόν λόγο αναφέρεται η Μαγδαληνή, σε ένα δείπνο αυστηρά για άνδρες; Εδώ κάνει την εμφάνισή της, βάζοντας «φωτιά», μια τοιχογραφία που φιλοτεχνήθηκε αρκετούς αιώνες αργότερα από την εποχή του Ιησού, από τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και βρίσκεται στην τραπεζαρία του μοναστηριού Σάντα Μαρία ντέλλε Γκράτσιε στο Μιλάνο, κάτω από τη ονομασία «Μυστικός Δείπνος».

Ο έξοχος ζωγράφος- και όχι μόνον- έχει ζωγραφίσει δώδεκα φιγούρες να πλαισιώνουν τον Ιησού, αλλά η μία από αυτές, με χαρακτηριστικά κάπως διαφορετικά από των υπολοίπων, θεωρήθηκε ότι δεν ανήκει στον Ιωάννη, τον πλέον αγαπητό από όλους τους μαθητές, αλλά στην Μαρία Μαγδαληνή, επειδή  είχαν ήδη υπάρξει θυελλώδεις θεωρίες για την στενή σχέση του Ιησού με την Μαγδαληνή, θεωρίες που υποστήριζαν σθεναρά την γέννηση ενός παιδιού, το οποίο μεγάλωσε στην Γαλλία με την μητέρα του, την Μαρία Μαγδαληνή.
Ο Ντα Βίντσι έχει προσθέσει ένα σωρό σύμβολα, ανεξιχνίαστα τα περισσότερα, που έχουν προκαλέσει πονοκεφάλους τός στην Εκκλησία, όσο και σε επιστήμονες-μελετητές.
Ο Ιούδας εμφανίζεται να έχει ένα άδειο πιάτο μπροστά του, δηλαδή, δεν έγινε κοινωνός. Αυτό εξηγήθηκε ή επειδή βρίσκεται απομονωμένος και αποχωρισμένος από όλους ή επειδή συμφωνήθηκε να προδώσει τον Διδάσκαλο, άρα δεν του χρειαζόταν η συμμετοχή στο δείπνο.
Υπάρχουν πολλά εδέσματα στο τραπέζι, μεταξύ των οποίων και ψάρια, ενώ η παράδοση μιλά μόνο για ψωμί και κρασί. Τι ήθελε να δηλώσει ο καλλιτένης; Την επιλογή των μαθητών που είχαν υπάρξει ψαράδες; Την σημασία του ψαριού στο πρόσωπο του ίδιου του Ιησού(ΙΧΘΥΣ= Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ), στο σύμβολο, δηλαδή, που έγινε ευρέως γνωστό κατα τους πρώτους αιώνες της επικράτησης του Χριστιανισμού;

Τροφή για σκέψη, φίλες και φίλοι, σε μια μέρα-αφορμή εσωτερικής ενδοσκόπησης. Το σκοτάδι  φέρνει πάντα το φως και ο θάνατος τη ζωή. Ένας κύκλος αέναος, μπρος τον οποίο ο άνθρωπος παίρνει θέση και δρα κατά βούληση ή παρασυρμένος από τις δράσεις των άλλων.
Ας δράσουμε, λοιπόν, όσο καλύτερα μπορούμε, σκεπτόμενοι και τους συνανθρώπους μας, αφού ζούμε σε έναν κυκεώνα που κανείς μας δεν γνωρίζει τη μορφή της επόμενης μέρας.




Η ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Η σημερινή ημέρα είναι μία από τις πλέον λαοφιλείς της  Μεγάλης Εβδομάδας που διανύουμε. Ο λόγος είναι το περίφημο τροπάριο «της Κασσιανής» που ψάλλεται στην απογευματινή λειτουργία του Νυμφίου, αφιερωμένο στην πόρνη που έχυσε μύρο στα πόδια του Ιησού, εκλιπαρώντας την σωτηρία της ψυχής της.
Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, αυτή την υπέροχη γυναίκα που πολλοί θεώρησαν θύμα της εποχής της, αλλά εγώ θεωρώ ότι πρόκειται για μια ανεξάρτητη γυναίκα με γνώση, η οποία επέλεξε να μην την κρύψει, να μην παραστήσει ότι είναι κάποια άλλη. Αυτή της η απόφαση μπορεί να της στέρησε το στέμμα της Αυτοκράτειρας του Βυζαντίου, που θα την άφηνε άσημη, να φέρεται απλά ως η σύζυγος του Θεοφίλου, αλλά της χάρισε την αιωνιότητα με την αναγόρευσή της ως Οσία και με τα μελωδικά τροπάρια που συνέθεσε και μελοποίησε, ζώντας αποτραβηγμένη σε μοναστήρι.

Η Κασσιανή ή Κασσία ή Εικασία γεννήθηκε ανάμεσα στο 805 και 810 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Κάσο περί το 890, αφού ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Κρήτη. Ο πατέρας της ήταν μέλος επιφανούς φεουδαρχικής οικογένειας και φέρεται να του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυτοκρατορική αυλή.
Η ζωή και το έργο της καλύπτονται από ασάφειες. Αρχικά, το όνομά της, το οποίο απαντάται στις πηγές με τις αναφερόμενες παραλλαγές. Το πρώτο, Κασσιανή, ίσως να προέκυψε επειδή δεν ήταν συνηθισμένο και της δόθηκε ως καλογερικό το γνωστό Κασσιανός. Το δεύτερο, Κασ(σ)ία, χρησιμοποιείται από την ίδια στην ακροστιχίδα του μοναδικού σωζόμενου κανόνα της. Τέλος η παραλλαγή Εικασία (ή Ικασία), προέκυψαν από λάθος ενός αντιγραφέα που προσέθεσε το «ΕΙ» ή το «Ι».

Πρώτος βυζαντινός χρονογράφος που μας παρέχει στοιχεία για τη ζωή της είναι ο Συμεών ο Μάγιστρος, τον οποίο και ακολουθούν πολλοί άλλοι, μεταξύ των οποίων ο Λέων ο Γραμματικός, ο Ιωάννης Ζωναράς, ο Γεώργιος Αμαρωλός κ.ά. Σύμφωνα με αυτούς η Κασσιανή ήταν ωραιότατη, σεμνή, αγνή, σοφή, παρθένος, φιλοσοφούσα και τω θεώ μένον ζώσαν, με αρχοντική καταγωγή, ενώ είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα γράμματα.
Ο Κρουμπάχερ, ο οποίος θεωρείται πατέρας της ιστορίας της βυζαντινής λογοτεχνίας, γράφει για την Κασσιανή: «Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια. Προσωπικότητα ενδιαφέρουσα και σαν άτομο και σαν λογοτέχνης. Παρουσιάζεται στη ζωή της με απλότητα, αξιοπρέπεια και θάρρος στο να διατυπώνει τις απόψεις της. Ήταν άλλωστε πολύ μορφωμένη».
Και ήταν, πράγματι, αυτά τα χαρίσματα που ώθησαν την Ευφροσύνη, την μητριά του Θεόφιλου, να την περιλάβει ως υποψήφια νύφη του γιού της.
Τρεις από τους παραπάνω χρονικογράφους επιβεβαιώνουν ότι η Κασσιανή έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης  για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Η τελετή της επιλογής τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830, κατά την οποία ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο.

Σύμφωνα με την παράδοση, θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσιανής, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε:  «ς ρα διά γυναικός ἐῤῥρύη τ φαλα» (Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά), αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα.
Η Κασσιανή, ετοιμόλογη, του απάντησε: «λλά κα διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» (Και από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα καλά), αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας.

Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε, απέρριψε την Κασσιανή και επέλεξε τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του. Ωστόσο, ο διάλογος αυτός δεν είναι πρωτότυπος ενώ και η σκηνή είναι μάλλον μύθος. Ο διάλογος ευρίσκεται σε λόγο Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου που αποδίδεται στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ή τον Γρηγόριο τον Θαυματουργό, αλλά ίσως και να προέρχεται από τον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατ’ άλλους, οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αργότερα από την εποχή που έζησε η Κασσιανή, το διήγημα περιέχει μοτίβα από την περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης, η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους, ως αντίδραση ενάντια στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Η Κασσιανή, πάντως, όταν έχασε τον θρόνο, υπερασπιζόμενη ουσιαστικά την Παναγία, κλείστηκε σε μοναστήρι και αφοσιώθηκε στον Χριστό.

Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για εκείνη είναι ότι το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. 
Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου της αποδίδει διαφορετικά κίνητρα. Η Κασσιανή διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της.
Στον μοναχικό βίο της, στο μοναστήρι που η ίδια ίδρυσε, είχε την ευκαιρία να καλλιεργήσει το ποιητικό της ταλέντο και να δημιουργήσει θαυμάσιους εκκλησιαστικούς ύμνους. Αναδείχθηκε με την πίστη της, με την ασκητική της ζωή και το Θείο Χάρισμα της ποίησης, αθάνατη υμνωδός της εκκλησίας. Κατά τις ώρες της προσευχής και της κατάνυξης εμπνεύστηκε θαυμάσιους εκκλησιαστικούς ύμνους, τροπάρια ιδιόμελα και ειρμούς.

Η Κασσιανή είναι μία από τους πρώτους μεσαιωνικούς συνθέτες τα έργα των οποίων σώζονται αλλά και μπορούν να ερμηνευτούν από σύγχρονους ειδικούς και μουσικούς. Περίπου 50 από τους ύμνους έχουν διασωθεί και 23 από αυτούς περιλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ακριβής αριθμός τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί, καθώς πολλοί ύμνοι αποδίδονται σε διαφορετικά πρόσωπα, σε διάφορα χειρόγραφα, ενώ το φαινόμενο να μη σώζεται το όνομα του υμνογράφου είναι πολύ συχνό.
Επιπλέον, σώζονται 789 μη λειτουργικοί της στίχοι. Πρόκειται κυρίως για «γνωμικά», όπως για παράδειγμα το παρακάτω:
«Απεχθάνομαι τον πλούσιο άντρα που γκρινιάζει σαν να ήταν φτωχός».
Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, αν και καμιά βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.

Το πιο γνωστό της τροπάριο είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται στην ανώνυμη αμαρτωλή του Ευαγγελίου, το «Τροπάριο της Κασσιανής».
Η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα που αφού την έσωσε από το λιθοβολισμό ο Χριστός της είπε: «πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» συνάντησε το Χριστό στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου. Είναι πια σεμνή και ηθική και πλησιάζει το Χριστό μ’ ευγνωμοσύνη, πλένει τα πόδια του με μύρο και με δάκρυα και τα σκουπίζει με τα ξέμπλεκα μαλλιά της, κλαίγοντας και ζητώντας θεϊκό έλεος.
Αυτό το κομμάτι του ευαγγελίου, αυτή η απλή και συγχρόνως πολύπλευρα βαθιά περιγραφή, συγκλόνισε την Κασσιανή και δημιούργησε αυτό το αριστούργημα.
Επιστρέφοντας στα της παράδοσης, ο Θεόφιλος, παρά την επιλογή του, παρέμεινε ερωτευμένος με την Κασσιανή σε όλη του τη ζωή. Επιθυμώντας να την δει για  τελευταία φορά πριν πεθάνει, πήγε στο μοναστήρι όπου εκείνη εμόναζε.
Η Κασσιανή, μόνη στο κελί της γράφει το συγκεκριμένο τροπάριο,  όταν αντιλαμβάνεται την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Για να αποφύγει τη συνάντηση, που προφανώς θα την τάραζε συναισθηματικά, άφησε το κελί της και κρύφτηκε μέσα σ’ ένα ντουλάπι, αφήνοντας το μισοτελειωμένο τροπάριο πάνω στο μικρό της τραπέζι.
Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί και μπήκε σ’ αυτό ολομόναχος. Ο αυτοκράτορας έκλαψε, μετανοιώνοντας για εκείνη τη μοιραία στιγμή υπερηφάνειας, εξ αιτίας της οποίας έχασε τη συμβίωση με μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια είδε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι,  τα διάβασε και αποφάσισε να προσθέσει κι εκείνος έναν στίχο. Αντελήφθηκε την κρυμένη Κασσιανή, σεβάστηκε την επιθυμία της και έγραψε:
 «ν ν τ παραδείσ Εα τ δειλινόν, κρότον τος σν χηθεσα, τ φόβ κρύβη».

Η Κασσιανή βγήκε από το ντουλάπι μετά την απομάκρυνση του Θεόφιλου, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον υπέροχο ύμνο.

Κριε, ν πολλας μαρταις περιπεσοσα γυν,                      
      Κύριε, η γυναίκα που έπεσε    σε   πολλές αμαρτίες,
τν σν ασθομνη θετητα, μυροφρου ναλαβοσα τξιν,
   σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
δυρομνη, μρα σοι, πρ το νταφιασμο κομζει.
   και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
Ομοι! λγουσα, τι νξ μοι πρχει, οστρος κολασας,
   κι έλεγε οδυρόμενη:  Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα  μου είναι   νύχτα κατασκότεινη
ζοφδης τε κα σληνος ρως τς μαρτας.
   και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της  αμαρτίας.
Δξαι μου τς πηγς τν δακρων,
   Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
νεφλαις διεξγων τς θαλσσης τ δωρ·
   εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
κμφθητ μοι πρς τος στεναγμος τς καρδας,
  Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,
κλνας τος ορανος τ φτ σου κενσει.
   εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Καταφιλσω τος χρντους σου πδας,
   Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
ποσμξω τοτους δ πλιν τος τς κεφαλς μου βοστρχοις·
   και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
ν ν τ παραδεσ Εα τ δειλινν,
  αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
κρτον τος σν χηθεσα, τ φβ κρβη.
   τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
μαρτιν μου τ πλθη κα κριμτων σου βσσους
   Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
τς ξιχνισει, ψυχοσστα Σωτρ μου;
   ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μ με τν σν δολην παρδς, μτρητον χων τ λεος.
   Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.