The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

ΑΒΡΑΑΜ ΛΙΝΚΟΛΝ
ΜΕΡΟΣ Β΄
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου


Ο Πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν στο πρώτο σημαντικό του μήνυμα στον αμερικανικό λαό τον Μάρτιο του 1861 ανακοινώνει ότι η δουλεία είναι προσωρινή. Θα συνέχιζε να ιφίσταται όπου ήταν νομοθετημένη, αλλά θα απαγορευόταν η περαιτέρω εξάπλωσή της.
Οι νότιες πολιτείες- που θυμίζω ότι δεν τον ψήφισαν- εξεγείρονται, μιλούν για απόσχιση, πράγμα που οι βόρειες δεν το ανέχονται. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που ο νότος μιλά για «αποχωρισμό», αλλά τα λόγια του Λίνκολν, του «προαγωγού της συμβίωσης με τους νέγρους» βάζει τα καύσιμα για τη φωτιά που μέλλει ν’ ανάψει. Σχηματίζουν δική τουε κυβέρνηση και το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια γίνεται η πρωτεύουσά τους.
Οι νότιες πολιτείες ήταν οικονομικά αυτάρκεις, αν και κουβαλούσαν στους ώμους τους έναν κόσμο που παρήκμαζε σ’ όλον τον κόσμο και χανόταν ( το καθεστώς της δουλείας). Και ο Λίνκλν τους δυσκόλευε.
Ένα μήνα αργότερα, τον Απρίλιο του 1861 ξεσπά ο Αμερικανικός Εμφύλιος, ο πόλεμος Βορείων και Νοτίων.
Η ωμή αλήθεια είναι ότι ο Λίνκολν αποφάσισε να μιλήσει για κατάργηση τη δουλείας όταν η Συνομοσπονδία των Νοτίων απευθύνθηκε στην Αγγλία και τη Γαλλία ζητώντας ενίσχυση, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι υφαντουργίες αυτών των χωρών ήταν οι αποδέκτριες της δικής τους βαμβακοπαραγωγής.
Ο Λίνκολν, όμως, προβάλλοντας έστω και θολά το όραμα της απελευθέρωσης των δούλων, κερδίζει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι εφημερίδες ξεχειλίζουν από άρθρα συμπάθειας προς τους πολιτισμένους Βόρειους, μιλώντας συγχρόνως για τις φρικτές καταστάσεις που ζουν οι δούλοι στον Νότο. Στον βορρά των βιοτεχνιών και των βιομηχανιών ζουν και εργάζονται μαύροι. Μαύροι που θεωρούνται κατώτεροι των λευκών, μαύροι που είναι θύματα φυλετικών διακρίσεων και οικονομικής εκμετάλλευσης. Το μόνο που τους διαχωρίζει από τους μαύρους του Νότου είναι ότι δεν ζουν μέσα στην κόλαση. Ζουν στον προθάλαμό της επειδή λογίζονται πολίτες- έστω δεύτερης ή τρίτης διαλογής...
Δεν αργεί να συγκροτηθεί στην Βόρεια Αμερική κίνημα για την χειραφέτηση των μαύρων. Κι ενώ οι μαχητικοί πολέμιοι της δουλείας πολλαπλασιάζονται και φωνάζουν, το Κογκρέσο και ο Λίνκολν  γίνονται όλο και πιο διστακτικοί.

Ο Gregory J.W Urwin, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Temple, γράφει:
«Ο Λίνκολν που στην αρχή του Εμφυλίου αποσαφήνισε ότι σκόπευε να αποκαταστήσει την Ένωση χωρίς να τερματίσει τη δουλεία, άρχισε να το ξανασκέφτεται το καλοκαίρι του 1862. Η χειραφέτηση θα στερούσε από τον Νότο το εργατικό του δυναμικό. Η προοπτική μιας εξέγερσης των δούλων ίσως ανάγκαζε την Συνομοσπονδία να μετακινήσει στρατεύματα από τα πεδία των μαχών, στα μετόπισθεν».
Τον Ιούλιο του 1862, λοιπόν, το Κογκρέσο επέτρεψε την απελευθέρωση εκείνων των δούλων, των οποίων οι αφέντες τάσσονταν υπέρ της Συνομοσπονδίας.

Είναι πολλοί αυτοί που υποστηρίζουν ότι-ως έναν βαθμό- ο Λίνκολν έκανε τον πόλεμο μόνος του. Το Κογκρέσο δεν έδωσε την έγκρισή του σε καμία στρατιωτική ή πολιτική του πρωτοβουλία. Ο πρόεδρος άνοιξε τα δημόσια ταμεία για να αντιμετωπίσει τα έξοδα του πολέμου, χωρίς την έγκριση των οικονομικών υπηρεσιών και οι αρχηγοί των στρατευμάτων δεν ήταν άξιοι, με εξαίρεση τον επιλεγμένον από τον ίδιο, Οδυσσέα Γκράντ.
Στο μυαλό του ο πρόεδρος Λίνκολν είχε, όχι την απελευθέρωση των σκλάβων, αλλά την συντριβή της ανταρσίας του Νότου, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι με τον διαχωρισμό θα διαλυόταν η Αμερική.
Γράφει ο ίδιος σε επιστολή με ημερομηνία 22 Αυγούστου 1862:
«Ο υπέρτατος στόχος είναι να σώσουμε την Ένωση, όχι να διατηρήσουμε ή να καταργήσουμε τη δουλεία. Εάν μπορούσα να σώσω την Ένωση χωρίς να ελευθερώσω κανένα δούλο, θα το έκανα. Εάν χρειαζόταν να τους ελευθερώσω όλους για να τη σώσω, θα το έκανα. Εάν έπρεπε να ελευθερώσω μερικούς, θα το έκανα».

Τον Σεπτέμβριο του 1862, ο Λίνκολν με την ιδιότητα του αρχηγού του στρατού, αποφάσισε την κατάργηση της δουλείας σε όσες πολιτείες δεν θα κατέθεταν τα όπλα μέχρι την πρωτοχρονιά του 1863. Κανείς δεν υπάκουσε και ο πρόεδρος/στρατάρχης υπέγραψε το περίφημο Διάταγμα για την χειραφέτηση των μαύρων ακριβώς την 1η Ιανουαρίου 1863, τονίζοντας ότι ήταν «στρατιωτική αναγκαιότητα επιβεβλημένη από πολιτειακούς λόγους και όχι ανθρωπιστικούς».
Οι μαύροι δραπετεύουν από τον Νότο. Σε διάστημα λίγων μόνο μηνών, ο Γκράντ πλαισιώνεται από μια στρατιά ενός εκατομμυρίου μαύρων και λευκών μαχητών, υποχρεώνοντας τον στρατηγό Λη να υποκύψει.

Ο Λίνκολν διακινδυνεύει την επανεκλογή του το 1864(κερδίζει με 55%), με τον εμφύλιο να βράζει ακόμη και τους Βορείους να υπερτερούν και με μια σκληρότατη αντιπολίτευση που ανησυχεί «μήπως η απελευθέρωση των εγχρώμων εξασθενίσει τους δεσμούς (των λευκών) με την Εκκλησία». Η ανησυχία προερχόταν από τις φήμες ότι οι μαύροι θα κατελάμβαναν την Εκκλησία, την ώρα που οι μεγαλοτραπεζίτες μιλούσαν για κίνδυνο οικονομικής κατάρρευσης των μεγαλοκτηματιών του Νότου. 
Στην ομιλία μετά τη δεύτερη εκλογή του (4 Μαρτίου 1865) δίνει μηνύματα ομόνοιας, λέγοντας ότι δεν τρέφει κακίες για κανέναν, ότι ζητεί ευσπλαχνία για όλους και ότι αυτό που επιθυμεί πάνω απ’ όλα είναι «ειρήνη ανάμεσά μας».
Στις 9 Απριλίου 1865 σ’ ένα μικρό χωριό της Βιρτζίνια υπογράφεται η παράδοση των Νοτίων.
Η κατάθεση των όπλων έλαβε χώρα τον επόμενο μήνα. Εκείνη τη χρονιά(1865) η απαγόρευση της δουλείας μπήκε ως άρθρο και στην τροποποίηση του Συντάγματος. Αλλά ο Αβραάμ Λίνκολν δεν τα πρόλαβε.
Λίγες μόνο μέρες μετά την υπογραφή παράδοσης και ένα σχεδόν μήνα μετά την βαρυσήμαντη «ενωτική» ομιλία του, στις 14 Απριλίου 1865, ο πρόεδρος Λίνκολν βρίσκεται στο θέατρο Φόρντ της Ουάσινγκτον. Ο Τζον Γουϊλκς Μπούθ, ένας ηθοποιός και φανατικός υποστηρικτής των Νοτίων τον πυροβολεί στοχεύοντας το κεφάλι του και φωνάζοντας « Sic simper tyrannis!» (Έτσι πάντα στους τυράννους!, Έτσι πεθαίνει η τυραννία).
Ο Μπούθ διαφεύγει, αλλά εντοπίζεται δώδεκα μέρες αργότερα σε μια φάρμα, όπου και εκτελείται. Εκτός από αυτόν εκτελέστηκαν άλλα τέσσερα άτομα, που αποδείχτηκε ότι ήταν συνεργάτες και μέλη σπείρας. Βάσει αστυνομικών καταθέσεων, τραπεζικών λογαριασμών και λοιπών στοιχείων, πολλοί Αμερικανοί ιστορικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω σπείρα χρηματοδοτήθηκε από τραπεζίτες και μεγαλοκτηματίες- τους μεγάλους εχθρούς του Λίνκολν.

Ο Πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν άφησε την τελευταία του πνοή νωρίς το πρωί της επομένης (15 Απριλίου). Θα έμενε για πάντα ένας θρύλος. Ένας θρύλος-παράδειγμα μιας ατσάλινης και απαρέκκλητης από τον στόχο του πορείας, ένας θρύλος που στηρίζει τα θεμέλια της λειτουργίας και της οργάνωσης του αμερικανικού κράτους.





ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Για τον  Ήφαιστο, τον άσχημο και κουτσό, τον  παραγνωρισμένο  και αποδιωγμένο από την ίδια του τη μητέρα θεό, ο λόγος σήμερα και για μια σειρά αναρτήσεων.
Γιός του Δία και της Ήρας, ήταν παντρεμένος με την Αφροδίτη(Οδύσσεια) ή με την Αγλαϊα, τη μικρότερη από τις τρείς Χάριτες(Ησίοδος).
Θεός της μεταλλουργίας, μιας δύσκολης τέχνης που εφαρμόζεται δίπλα στη φωτιά και τους κινδύνους της, αποκαλείται από τον Όμηρο χαλκέας και παρουσιάζεται να φιλοτεχνεί  με τον χρυσό, το ασήμι και τον χαλκό, όχι μόνο γυναικεία στολίδια, αλλά και σκήπτρα, θώρακες, θρόνους, κρατήρες, αμφορείς κλπ
Τα χρυσά και τα ασημένια σκυλιά που φρουρούσαν τις πύλες του παλατιού του Αλκίνοου στην χώρα των Φαιάκων ήταν δικό του δημιούργημα.
Είχε την ικανότητα να κατασκευάζει τρίποδες με χρυσές ρόδες που κυλούσαν μόνοι τους στα συμπόσια των θεών- ρομποτάκια της εποχής- και επέστρεφαν στο τέλος στο δικό του παλάτι.
Είχε φτιάξει επίσης δύο ομοιώματα γυναικών από ατόφιο χρυσάφι με ικανότητα ομιλίας και ύπαρξη εγκεφάλου(σκέψης) για τη δική του βοήθεια- να τον κρατούν όταν περπατούσε, μιας και τα δικά του πόδια είχαν καταστραφεί με την πτώση από τον Όλυμπο.
Και, βέβαια, όταν η Θέτις τον παρακαλεί να φτιάξει την πανοπλία του γιού της Αχιλλέα, δεν αρνείται- το κάνει βάζοντας όλη του την τέχνη, γιατί ποτέ δεν λησμόνησε ότι εκείνη (η Θέτις) τον γλύτωσε κατά την πτώση του από τον Όλυμπο.
Το όνομά του δηλώνει μετωνυμικά τη φωτιά και το πόσο ταυτισμένος ήταν ο θεός με το στοιχείο αυτό για τους Έλληνες το δείχνει η περιγραφή του αγώνα του με τον ποταμό Σκάμανδρο στην ραψωδία Φ της Ιλιάδας.
Ο Ήφαιστος ήταν με το μέρος των Ελλήνων. Όταν, λοιπόν, ο Αχιλλέας έσφαζε μέσα στα νερά του ποταμού Σκάμανδρου τους Τρώες, ο ποταμός χύμηξε να τον πνίξει. Ο Ήφαιστος τότε μπήκε μπροστά και με τις φωτιές του προκάλεσε πυρκαγιές και έκαψε τις όχθες του ποταμού που ήταν γεμάτες δένδρα, τα ψάρια που κυκλοφορούσαν στα νερά του,   εξαπλώνοντάς την και σ’ ολόκληρη την πεδιάδα. Τα νερά του ποταμού έβραζαν κι ο Σκάμανδρος αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, να αποδεχτεί την ανωτερότητα του Ήφαιστου και να δηλώσει ότι στο μέλλον δεν θα ανακατευόταν στον πόλεμο- ούτε κι αν ο Αχιλλέας έδιωχνε όλους τους Τρώες από τον τόπο τους.

Στα κείμενα της Ιλιάδας διαβάζουμε ότι το εργαστήρι του ήταν στον Όλυμπο, αλλά πλήθος άλλων μαρτυριών το τοποθετούν στο νησί της Λήμνου. Θεωρείται, δε βέβαιο, ότι ο Έλληνας Ήφαιστος και κάτοικος της Λήμνου κρύβει έναν προελληνικό θεό του νησιού και γενικότερα της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας.
Αυτός ο θεός συνδεόταν με τις ηφαιστιογενείς φωτιές που ξεπηδούσαν από το όρος Μόσυχλος της Λήμνου και πιστευόταν ότι ήταν φωτιές από το υπόγειο εργαστήριο του θεού.
Ο Ήφαιστος ως χαλκουργός έγινε προστάτης των χαλκουργών που δούλευαν το μέταλλο πάνω από δυνατή φωτιά.
Αιώνες αργότερα, η παράδοση τοποθετεί το εργαστήριο του θεού στις νήσους Λιπάρες, βόρεια της Σικελίας.

Από τη Λήμνο η λατρεία του Ήφαιστου μεταφέρθηκε στην Αθήνα (γύρω στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα) όπου οι χαλκουργοί τον λάτρευαν μαζί με τη θεά Αθηνά. Ήταν τον 5ο π.Χ. αιώνα που οι Αθηναίοι έχτιαν έναν περίλαμπρο ναό για τους δύο προστάτες τους  στην Αγορά (πρόκειται για αυτόν που εμείς αποκαλούμε Θησείο). Ωστόσο, οι Αθηναίοι τιμούσαν τον Ήφαιστο και ξέχωρα, στα Ηφαίστεια με λαμπρή λαμπαδηφορία.
Ο Ήφαιστος και η λατρεία του ήταν άγνωστοι στην υπόλοιπη Ελλάδα.   


Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

ΑΒΡΑΑΜ ΛΙΝΚΟΛΝ (1809-1865)
Ο Πρόεδρος της Ελευθερίας
Μέρος Α΄
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου



Διαλέγω τον συγκεκριμένον από όλους τους Προέδρους της Αμερικής, επειδή είναι εκείνος που έθεσε τα θεμέλια να σταματήσει η εκμετάλλευση του ανθρώπου προς τον άνθρωπο στο βαθμό της σκλαβιάς- της εξουσίας πάνω στην ίδια του την υπόσταση και τη ζωή.

Ο Αβραάμ Λίνκολν γεννήθηκε σε μια καλύβα του χωριού Χότζβιλ του Κεντάκυ. Ο πατέρας του Τόμας ήταν μικροκαλλιεργητής και η βαθύτατα θρησκευόμενη μητέρα του Νάνσυ πέθανε όταν ο Αβραάμ, τρίτο κατά σειρά παιδί της οικογένειας, και το μόνο που επέζησε, ήταν 8 ετών. Ο θάνατος της μητέρας του σημαδεύει για πάντα τον Αβραάμ, αλλά στέκεται τυχερός. Ο πατέρας του, έχοντας μετακινηθεί στην Ιντιάνα, όπου κατέλαβε μια λωρίδα γόνιμης γης- μια πολύ συνηθισμένη πρακτική εκείνων των χρόνων- και χρίζοντας τον μοναδικό του γιό βοηθό, ξαναπαντρεύεται την χήρα Σάρα Μπους Τζόνστον, η οποία είχε τρία παιδιά.
Η Σάρα, αυτή η αγράμματη γυναίκα, είναι εκείνη που θα γίνει φάρος ζωής για τον Αβραάμ, ο οποίος θαυμάζει τον ντόμπρο χαρακτήρα της. Η Σάρα πιέζει τον Αβραάμ «να μάθει να γράφει, να διαβάζει και να μετρά», πιέσεις εντελώς έξω από τα συνηθισμένα της εποχής. Κι εκείνος μαγεύεται, όπως δηλώνει πολύ αργότερα.
Η Βίβλος, ο «Ροβινσών Κρούσος» και οι «Μύθοι του Αισώπου» θα γίνουν «τα τρία πρώτα από τα πιο πολυαγαπημένα βιβλία» που διάβασε. Για να τα αποκτήσει, έπρεπε να βαδίζει κάθε φορά περίπου οκτώ ώρες, μέχρι να φτάσει σε κάποιον ταχυδρομικό σταθμό, όπου υπήρχαν εφημερίδες, έντυπα και βιβλία, φερμένα από τις μεγάλες πόλεις.
Τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του περνούν σε απόλυτη μοναξιά. Γίνεται πανύψηλος και σκελετώδης, η φωνή του είναι βροντερή και η ματιά του σκληρή και υποψιασμένη. Αποκτά προσωπική αντίληψη για την κοινωνία και τους ανθρώπους, καθώς μετακομίζει στο Νιού Σάλεμ. Θα εργαστεί για να ζήσει ως ταχυδρόμος, νυχτοφύλακας σε αποθήκη, για να ανοίξει τελικά ένα δικό του χώρο όπου «ο καθένας μπορεί να βρεί το κάθε τι». Έτσι έγραφε η ταμπέλα του μαγαζιού. Του μαγαζιού που έδωσε άλλου είδους μαθήματα στον νεαρό Αβραάμ: μαθήματα επικοινωνίας με τον κόσμο, παρακολούθηση της ζωής και των προβλημάτων τους που είχε ως επακόλουθο να δίνει συμβουλές για την επίλυσή τους και να φτάσει στο σημείο να χωρίζει διαδίκους, έτοιμους να σκοτωθούν για ένα κομμάτι στέρφας γης.
Το 1830, εγκατεστημένος στην Νέα Ορλεάνη, κατατάσσεται στον στρατό και φθάνει μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Στα 1832 βρίσκεται επι κεφαλής ενός ψευτοπολέμου με μια τοπική φυλή Ινδιάνων, σπρωγμένος από τον κόσμο. Ήταν αφορμή να κάνει κάποιες γνωριμίες με πρόσωπα οικονομικής και πολιτικής επιρροής. Είναι αυτοί που τον προτρέπουν να στραφεί στην πολιτική, αν και ορισμένοι θα το μετανιώσουν πικρά στη συνέχεια.
Ο Αβραάμ Λίνκολν γίνεται μέλος του συντηρητικού κόμματος των Γουϊγκς και ερχόμενος σε επαφή με την άρχουσα τάξη της Πολιτείας, αρχίζει να διαμορφώνει σκέψεις για τους μαύρους και το καθεστώς δουλείας. Η ματιά του είναι περισσότερο οικονομική, παρά ηθική (πιστεύει ότι ένας ελεύθερος εργάτης αποδίδει καλύτερα από έναν σκλάβο). Ωστόσο, όταν αποφασίζει να εκφράσει τις σκέψεις του στο κόμμα, αντιμετωπίζει εχθρότητα.
Είναι η ώρα της απόφασης να μελετήσει νομικά, ώστε να καταφέρει να παρουσιάσει στα δικαστήρια «το απάνθρωπο πρόβλημα της δουλείας».
Το 1834 καταφέρνει και εκλέγεται μέλος της Βουλής του Ιλλινόϊς- μια θέση που θα την κρατήσει για έξι χρόνια.
Το 1837 εμφανίζεται σε επιτροπή δικαστών, πολιτευτών και μεγαλοκτηματιών- έχοντας αποκτήσει νομικές γνώσεις μελετώντας επί ενάμιση χρόνο δώδεκα ώρε ημερησίως νομικά βιβλία και δικαστικά πρακτικά, για να λάβει άδεια άσκησης επαγγέλματος ως νομικός. Όλοι στρέφονται εναντίον του, αλλά είναι αδύνατον να αγνοήσουν την ευφράδεια, τις γνώσεις και την φιλοσοφημένη σκέψη του. Το αποτέλεσμα είναι να αποκτήσει την άδεια και να προσληφθεί σε ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο του Ιλλινόϊς. Νιώθει υπέροχα, ερωτευμένος όπως είναι με την Άνι Τάτλεντζ. Η ευτυχία κρατά λίγο, αφού η Άνι πεθαίνει από τύφο.
Ο Αβραάμ δίνει πλέον όλη του την ενέργεια στην πολιτική και το 1844 γίνεται αρχηγός του κόμματος των Γουϊγκς, αν και δεν είναι ικανοποιημένος με την γενικότερη στάση που κρατά το κόμμα.  Στο μεταξύ έχει παντρευτεί (1842) την Μαίρη Τόντ, μια νεαρή με δυνατό ταπεραμέντο, υψηλές ιδέες και κοινωνικά ενδιαφέροντα, που τον σπρώχνει ακόμη περισσότερο στην πολιτική και την απόκτηση υψηλών κρατικών αξιωμάτων.
Έτσι, το 1846 κάνει ένα τεράστιο βήμα: εκλέγεται στο Κογκρέσο, αν και δεν καταφέρνει να διακριθεί. Εκείνη τη χρονιά τάσσεται εναντίον του Μεξικανο-Αμερικανικού Πολέμου, δημιουργεί πολλούς εχθρούς, υποστηρίζει έναν αντίπαλο του κόμματός του για Πρόεδρο, ενώ είναι πια ο μόνιμος συνήγορος υπεράσπισης των μικροαγροτών, που τους έσερναν στα δικαστήρια οι μεγαλοκτηματίες, κατηγορώντας τους για καταπάτηση της γης τους.
Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται βουλευτής, αλλά το χάσμα με το κόμμα του μεγαλώνει.

Το 1854 λαμβάνει χώρα ένας συμβιβασμός μεταξύ των πολιτειών Κάνσας και Νεμπράσκα. Από εκείνη τη στιγμή η κα΄θε μια πολιτεία θα είχε την δυνατότητα να επιτρέπει τη δουλεία. Στο Ιλινόϊς προκλήθηκε αναταραχή, το κόμμα των Γουϊγκς διασπάστηκε και ένα νέο κόμμα έκανε την εμφάνισή του- αυτό των Ρεμπουμπλικανών. Ο Λίνκολν γίνεται αμέσως μέλος του, κόβοντας μια για πάντα τους δεσμούς με το κόμμα που είχε ηγηθεί. Δριμύτατος, εκφωνεί πύρινους λόγους κατά της δουλείας, προσελκύοντας τα πλήθη και αναδεικνύεται ως μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής. 
Ήδη από το 1852 έχει εκδοθεί το βιβλίο της Χάριετ Μπίτσερ Στόου «Η καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά», ασκώντας τεράστια επίδραση στην διαμόρφωση της αμερικανικής κοινής γνώμης. Ήταν η πρώτη φορά που παρουσιάζονταν οι μαύροι σκλάβοι ως άνθρωποι με βαθιά αισθήματα, έντιμοι και καλοί οικογενιάρχες. Μια πραγματική γροθιά στο στομάχι, με πωλήσεις εξωπραγματικές για τα δεδομένα εκείνων των χρόνων.
Το 1857, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι Αφροαμερικανοί δεν είναι πολίτες και δεν έχουν κληρονομικά δικαιώματα, ο Λίνκολν δεν δίστασε να το αντικρούσει. Υποστήριξε ότι, ναι μεν οι μαύροι δεν ήταν ίσοι με τους λευκούς, αλλά τόνιζε το γεγονός ότι οι Πατέρες του Έθνους είχαν διακηρύξει πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με κάποια αναφαίρετα δικαιώματα και κατέβηκε ως υποψήφιος για την έδρα της Πολιτείας στην Γερουσία, έχοντας αντίπαλο τον Στήβ Ντάγκλας.
Ήταν ένας αγώνας χωρίς προηγούμενο. Μέχρι τότε, οι προεκλογικοί τόνοι στο Ιλινόϊς ήταν ήπιοι. Ο Λίνκολν τους παραβίασε ορμητικά και επιτέθηκε στον Ντάγκλας, στο Ανώτατο Δικαστήριο και στον ίδιο τον Πρόεδρο Μπιουκάναν, κατηγορώντας τους ότι «προάγουν τη δουλεία». Στο κατηγορώ του εκείνο, πρόσθεσε και μια φράση που έμεινε ως σύμβολο τόσο για τους έγχρωμους όσο και για τους λευκούς: «Σπίτι διχασμένο δεν μπορεί να επιβιώσει. Μαύροι και λευκοί πρέπει να συμβιώσουν, αλλιώς η Αμερική δεν θα επιζήσει».
Η πρώτη πρόταση έκανε το γύρο της Αμερικής και ο Λίνκολν, αναπτερωμένος πρόσθετε συνεχώς κι άλλο λάδι: «εκείνοι που αρνούνται την ελευθερία στους άλλους δεν την δικαιούνται οι ίδιοι», «όταν ακούω κάποιον να συμπαθεί τη δουλεία, έχω μεγάλη διάθεση να δω πώς θα περνούσε εκείνος ως δούλος».
Έγινε τόσο γνωστός, ώστε παρακίνησε μια ομάδα επιχειρηματιών να τον προωθήσει για υποψήφιο των Ρεμπουμπλκανών στην Προεδρία στις εκλογές της 6ης Νοεμβρίου 1860. Και εθριάμβευσε, παρά το γεγονός ότι κανείς Νότιος δεν τον ψήφισε.






ΔΡΥΟΠΕΣ
Οι Έλληνες Δρυϊδες;
Της Dimitra Papanastasopoulou



Οι Δρύοπες ήταν ένας Πελασγικός λαός που αρχικά κατοικούσε στην περιοχή μεταξύ Οίτης και Παρνασσού και αργότερα, διωγμένοι από τον Ηρακλή κατοίκησαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (Εύβοια, νησιά του Αιγαίου, Πελοπόννησος κλπ).
Γενάρχης τους ήταν ο Δρύωψ, γιός του ποταμού Σπερχειού και της Δαναϊδας Πολυδώρας ή του Πηνειού ποταμού ή του Λυκάονος και της Δίας ή του Απόλλωνα και της Δίας- κόρης του Λυκάονος. Η Δία είχε κρύψει το νεογέννητο μωρό της μέσα σε μια δρυ.
Ο Ηρόδοτος στο βιβλίο του «Ιστορίαι» αναφέρει: « οι δε Ερμιονέες εισί Δρύοπες, υπό Ηρακλέως τε και Μηλιέων έκτης νυν Δωρίδος καλεομένης χώρας εξαναστάντες».
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης στο Δ΄βιβλίο της «Ιστορικής Βιβλιοθήκης» μιλά για αυτή την εκδίωξη από τους Μαλιείς και τον Ηρακλή και λέει ότι εκδιώχθηκαν επειδή φέρθηκαν με ασέβεια προς το ιερό των Δελφών και, επομένως, στον θεό Απόλλωνα. «Μετά δε ταύτα Φύλαντος του Δρυόπων βασιλέως δόξαντος εις το εν Δελφοίς ιερόν παρανενομηκέναι, στρατεύσας μετά Μηλιέων τον τε βασιλέα των Δρυόπων ανείλε και τους άλλους εκ της χώρας εξαναστήσας Μηλιεύσι παρέδωκε την χώραν».
Από εκείνους τους εκπατρισμένους Δρύοπες, συνεχίζει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, άλλοι πήγαν στην Εύβοια και δημιούργησαν την πόλη Κάρυστο, άλλοι έφθασαν μέχρι την Κύπρο, όπου εγκαταστάθηκαν και ενώθηκαν με τους γηγενείς, και άλλοι κατέφυγαν στο βασίλειο του Ευρυσθέα- αντίπαλο του Ηρακλή- και βοηθήθηκαν τα μέγιστα. Με τη βοήθεια του Ευρυσθέα, λοιπόν, ίδρυσαν τρεις πόλεις στην Πελοπόννησο: την Ασίνη, την Ερμιόνη και την Ηιόνα.
Άλλες πηγές τους θέλουν να φτάνουν και στις Κυκλάδες ( Κύθνος και Κέα), στην ‘Ηπειρο και στην Μικρά Ασία.
Ο Όμηρος (ραψ. Υ) αναφέρει το όνομα Δρύωψ ως γιό του Πριάμου, τον οποίο σκότωσε ο Αχιλλέας.

Ο Παυσανίας στο βιβλίο του «Μεσσηνιακά» όταν αναφέρεται στην Ασίνη, την οποία ταυτίζει με την(σημερινή) Κορώνη μας πληροφορεί ότι οι Ασιναίοι ζούσαν αρχικά γύρω από τον Παρνασσό, δίπλα στους Λυκορείτες και από τον γενάρχη τους είχαν πάρει το όνομα Δρύοπες, το οποίο και διατήρησαν.
Στα χρόνια που βασιλιάς τους ήταν ο εγγονός του Δρύοπα, ο Φύλας, και ήταν ακόμη εγκαταστημένοι στον Παρνασσό, νικήθηκαν από τον Ηρακλή και οδηγήθηκαν στους Δελφούς ως ανάθημα για τον θεό Απόλλωνα. Στη συνέχεια, μετά από χρησμό που έδωσε ο Απόλλων στον Ηρακλή, πέρασαν στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν στην Ασίνη. Διωγμένοι και από εκεί από τους Αργείους, κατέβηκαν νοτιότερα. Οι Σπαρτιάτες του επέτρεψαν να κατοικήσουν στην Μεσσηνία, όπου και έμειναν.
Ο Παυσανίας συνεχίζει και μας μεταφέρει την άποψη των ίδιων των Ασιναίων για τον εαυτό τους.
Παραδεχόμαστε, λένε οι Δρύοπες της Ασίνης, ότι νικηθήκαμε από τον Ηρακλή, ότι κυριεύτηκε η πόλη μας Δρυόπη στον Παρνασσό, αλλά αρνούμαστε ότι αιχμαλωτιστήκαμε και οδηγηθήκαμε στους Δελφούς. Αυτό που κάναμε είναι ότι καταφέραμε να διαφύγουμε στις κορυφές του Παρνασσού και να εγκαταλείψουμε την πόλη μας όταν ο Ηρακλής άρχισε να κυριεύει το προστατευτικό μας τείχος.
Κατόπιν, περάσαμε με πλοία στην Πελοπόννησο και γίναμε ικέτες του Ευρυσθέα, που ως εχθρός του Ηρακλή, μας παραχώρησε την Ασίνη της Αργολίδας.
Από το γένος μας των Δρυόπων, μόνον όσοι κατοικούν εδώ στην Ασίνη εξακολουθούν να είναι υπερήφανοι για το όνομα και την καταγωγή μας, αντίθετα με τους Ευβοείς των Στύρων, επειδή εκείνοι κατάγονται από τους Δρύοπες που δεν έλαβαν μέρος στη μάχη με τον Ηρακλή, λόγω του ότι κατοικούσαν σε κάποια απόσταση. Οι Στυρείς δεν καταδέχονται να ονομάζονται Δρύοπες, όπως και οι κάτοικοι των Δελφών αποφεύγουν να αποκαλούνται Φωκείς.
Οι Ασιναίοι, όμως, χαίρονται ιδιαίτερα να ονομάζονται Δρύοπες και τα πιο σεβαστά τους ιερά, τα έχουν στον Παρνασσό, όπως έναν ναό του Απόλλωνα και ένα ιερό του Δρύοπα με άγαλμα αρχαίο...

Οι Δρύοπες, φίλες και φίλοι, φέρονται ως κατασκευαστές των Δρακόσπιτων της Εύβοιας, θαυμαστές, τεραστίου μεγέθους κατασκευές ως προς τη σύλληψη και τον τρόπο κατασκευής. Η θεωρία αυτή έχει και τους αρνητές της, ως συνήθως.

Υπάρχουν θεωρίες που θέλουν τους Δρύοπες άγριους, πολεμοχαρείς και βάρβαρους ανθρώπους, που ζούσαν απομονωμένοι μέσα στα πυκνά δάση, εξαρτώμενοι πλήρωςαπό τα αγαθά του. Αν η πραγματικότητα είναι αυτή, τότε, βεβαίως, δεν είναι αυτοί που έκτισαν τα δρακόσπιτα, το χτίσιμο των οποίων απαιτούσε ειδικές γνώσεις και εμπειρία.

Τρίτη 21 Μαρτίου 2017



ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΕΙΩ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗ
(από τη σελίδα Φίλοι της Ελληνικής Λογοτεχνίας








«ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ ΠΑΘΟΣ», της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου – Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Εμπειρία Εκδοτική
Σελίδες: 320
Τιμή: 9,90 €

          Η γραφή της εξαίρετης, χαρισματικής Δήμητρας Παπαναστασοπούλου μου είναι γνωστή και αγαπημένη ευθύς εξαρχής. Με λόγο πάντα μεστό, περιεκτικό και καθηλωτικό καταφέρνει να συνδυάσει την ενδελεχή ιστορική έρευνα, με τον ρομαντισμό και την ευρηματική μυθοπλασία, υφαίνοντας πραγματικά αλησμόνητα μυθιστορήματα και προσφέροντας "πνοή αναβίωσης" σε εποχές, γεγονότα και πρόσωπα πραγματικά ή φανταστικά του παρελθόντος. Το νέο της μυθιστόρημα με τίτλο «Ανεξέλεγκτο Πάθος» που κυκλοφορεί από την Εμπειρία Εκδοτική δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση, από τη στιγμή μάλιστα που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό βιβλίο με σφιχτοδεμένη πλοκή, πολυάριθμους άρτια σκιαγραφημένους ήρωες, ιστορικές διαδρομές στο πρόσφατο και απώτερο ιστορικό παρελθόν πολλών χωρών και κυρίως, και πάνω απ’ όλα, ένα πάθος ανεξέλεγκτο, σαρωτικό και καταστροφικό. Ένα μυθιστόρημα το οποίο ειλικρινά έκλεισα μετά λύπης μου μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωσή του, καθώς δεν μου ήταν αρκετό το διάστημα που πέρασα μαζί με τους ήρωές του τους οποίους λάτρεψα ή μίσησα, με τους οποίους ενίοτε εξοργίστηκα, αλλά πάνω απ’ όλα ένιωσα να συμπάσχω μαζί τους, γιατί η ανθρώπινη φύση τους – αυτή η παθιασμένη, τρωτή και ατελής – είναι και η δική μας φύση, αυτή η οποία άλλοτε δύναται να μας ανυψώνει στα ουράνια και άλλοτε να μας καταποντίζει στα πιο βαθιά και ανήλιαγα σπήλαια.
          Η κεντρική ηρωίδα μας, η Φρίντα ή άλλως πως Παρασκευή, είναι μια νέα γυναίκα που ξεκίνησε από την μεγάλη φτώχια και τις αμέτρητες στερήσεις, όχι μόνο υλικές αλλά και συναισθηματικές, και έφτασε στον μεγάλο πλούτο, την κοινωνική αναγνώριση και την επαγγελματική καταξίωση μέσω του γάμου της με τον εφοπλιστή Στέφανο Λεμονή. Ο σύζυγός της γόνος παλαιάς εφοπλιστικής οικογένειας, με μακριά σειρά προγόνων καραβοκύρηδων που έφταναν μέχρι τη Χίο και με τις ικανότητες και το επιχειρηματικό δαιμόνιό τους κατόρθωσαν όχι μόνο να φτιάξουν μια ναυτιλιακή αυτοκρατορία αλλά και να την βοηθήσουν να επιβιώσει στο πέρασμα των χρόνων. Συνήθως λένε πως όσοι δεν έχουν πάρει αγάπη από όσους τους ανέθρεψαν δεν έχουν και να δώσουν αγάπη αντίστοιχα. Η ηρωίδα μας το αποδεικνύει αυτό περίτρανα με τον τρόπο της ζωής της, αλλά μας αποδεικνύει επίσης πως όταν ένα πάθος, λανθασμένα μεταμφιεσμένο σε έρωτα, αγάπη και εξάρτηση, κυριεύσει έναν άνθρωπο συναισθηματικά στερημένο τότε αυτό είναι ικανό να τον οδηγήσει στην καταστροφή, όχι μόνο τη δική του αλλά και των γύρω του, με μια πορεία ανεξέλεγκτη.
          Η συγγραφέας μέσα από το συναρπαστικό αυτό νέο μυθιστόρημά της μας "ταξιδεύει", κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε τόπους και χρόνους αλλοτινούς αλλά και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν κατά τη δεκαετία του ’70. Από την Νεάπολη της Νίκαιας του 1962, ή τα πρώην Γερμανικά της Κοκκινιάς, ταξιδεύουμε στον Πειραιά του 1922 και τις άθλιες συνθήκες υποδοχής των προσφύγων της Καταστροφής της Σμύρνης αλλά και της προσπάθειας "επαναπροσδιορισμού" των χαμένων ζωών και πατρίδων των ξεριζωμένων Ελλήνων της Μικράς Ασίας, των "Τουρκόσπορων" κατά τους βολεμένους Έλληνες της χώρας μας. Από τη Χίο των αρχών του 19ου αιώνα ταξιδεύουμε στην Αζοφική θάλασσα, την πλούσια Οδησσό, το αριστοκρατικό Λονδίνο και τα πρώτα σταθερά επιχειρηματικά βήματα των προγόνων του Στέφανου, όταν έχτιζαν λιθαράκι λιθαράκι την τεράστια και προσοδοφόρα ναυτιλιακή τους επιχείρηση. Από την γραφική Καστέλα του 1975 μεταφερόμαστε στην σαγηνευτική Ισπανία της ίδια εποχής, στη Μαδρίτη, στην εξωτική Γρανάδα, την Σεβίλλη, την Κόρδοβα και το Τολέδο, παρακολουθώντας με κομμένη ανάσα τις παθιασμένες χορευτικές φιγούρες του φλαμένγκο και τις καλά υπολογισμένες κινήσεις των ατρόμητων νεαρών ταυρομάχων στην ματωμένη αρένα. Από τα πιο εντυπωσιακά και συγκινησιακά φορτισμένα σημεία κατά την γνώμη μου ανάμεσα στα πολλά του «Ανεξέλεγκτου Πάθους» είναι η ιστορία του μαυριτανικού μαχαιριού και του τελευταίου σουλτάνου της Γρανάδαςπολλούς αιώνες πριν από την σύγχρονη ιστορία των ηρώων μας, οι ταυρομαχίες στον καυτό ήλιο της Σεβίλλης, αλλά και τα στιγμιότυπα του τραγικού μπλόκου της Κοκκινιάς το 1944.
Αμέτρητες και άκρως ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες για τις συνθήκες του εμπορίου, της ναυτιλίας και των επιχειρήσεων μέσα στο πέρασμα των αιώνων σε όλες αυτές τις περιοχές και έκδηλη η προφανής, σοβαρή και σε βάθος έρευνα της κ. Παπαναστασοπούλου σχετικά με όλα τα ιστορικά γεγονότα, τις κοινωνικές συνθήκες, τα ήθη και τα έθιμα, ακόμα και τις ορολογίεςή τα γλωσσικά ιδιώματα κάθε χώρας και κάθε εποχής. Εντυπωσιακή όμως είναι και η πειστικότατη σκιαγράφηση όλων των πολυάριθμων ηρώων αυτού του εξαιρετικού βιβλίου, από την ασυμβίβαστη, τραγική και παθιασμένη Φρίντα, την εκλεπτυσμένη, φλογερή Ισαβέλλα, την πολύπαθη, βασανισμένη Σωτηρία, τον ευαίσθητο και καλοπροαίρετο Στέφανοέως τον αδίστακτο, καιροσκόπο Γρηγόρη και τους αχώριστους, ολόιδιους σαν δυο σταγόνες νερό διδύμους Πέτρο και Μιχάλη. Το «Ανεξέλεγκτο Πάθος» είναι ένα μυθιστόρημα πυκνογραμμένο, μεστό και συναρπαστικό που κρύβει μέσα στις σχετικά λίγες σελίδες του αναρίθμητα γεγονότα, δυνατά συναισθήματα, καθηλωτικές περιγραφές και σφιχτοδεμένη πλοκή και το οποίο μπορεί να ικανοποιήσει ακόμα και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Ένα βιβλίο το οποίο επιβεβαιώνει την χαρισματική πένα της κ. Παπαναστασοπούλου και για το οποίο της αξίζουν θερμά συγχαρητήρια!

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Κοκκινιά και Καστέλα. Φτώχια και πλούτος. Δύο πρόσωπα του Πειραιά, με ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσά τους. Ο έρωτας και το πάθος μπορούν, άραγε, να εκμηδενίσουν τα εμπόδια και τις διαφορές;
Η Φρίντα, μεγαλωμένη μέσα σε υλικές και συναισθηματικές στερήσεις, αρπάζει το χέρι μιας απρόσμενης τύχης και βλέπει τη ζωή της να αλλάζει μαγικά. Μία αλλαγή εντυπωσιακή, που ορκίζεται να τη διατηρήσει πάση θυσία.
Ψάχνοντας να βρει το μυστικό που κρύβει η πεθερά της, ανακαλύπτει, ως θεατής, το πάθος που κυβερνά την ισπανική ψυχή, μέσα από τις ταυρομαχίες, τον χορό και το τραγούδι. Ένα πάθος που τη συνταράζει όταν φτάνει στην καρδιά της Ανδαλουσίας, στη Γρανάδα.
Ο ξαφνικός θάνατος του πατέρα της γίνεται η αφορμή ώστε να αποκαλυφθεί το παρελθόν της οικογένειάς της και να ανατραπεί η μέχρι τότε ζωή της. Ένα ανεξέλεγκτο πάθος κυριεύει τη σκοτεινή πλευρά του εαυτού της. Θα καταφέρει να το διαχειριστεί;
Ένα συναρπαστικό ταξίδι στον μεταπολεμικό Πειραιά, στο συναρπαστικό Λονδίνο, στην παραμυθένια Ισπανία και στην πλανεύτρα Θεσσαλονίκη. Στους τόπους όπου έζησαν, αγωνίστηκαν, αγάπησαν και μίσησαν, πρόδωσαν και προδόθηκαν οι ήρωες. Ήρωες άλλοτε δυνατοί και άλλοτε αδύναμοι, που αναζητούν την ευτυχία με πάθος, αφήνοντάς το να τους παρασύρει, να τους καταπιεί. Να τους καρφώσει την καρδιά... με ένα κοφτερό μαυριτανικό μαχαίρι...»