The world I love:my novels, my favorite themes

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ ΠΑΘΟΣ

Κριτική από τον δημοσιογράφο Γιάννη Ρουσσιά
στο AKAMAS,WORDPRESS.COM
την 29 Ιανουαρίου 2017




Μια πραγματική ιστορία πραγματεύεται στο νέο της βιβλίο η Δήμητρα Παπαναστασοπούλου, την ιστορία μιας γυναίκας από τη Κοκκινιά, η οποία γεννήθηκε σε ένα προσφυγικό σπίτι, κατορθώνει να σπουδάσει μόνη της και αρπάζει μια καλή και απρόσμενη τύχη που της παρουσιάζεται. Η συγγραφέας κατορθώνει να αποτυπώσει άψογα τη ψυχολογία που κυβερνά κάθε στιγμή τη προσωπικότητα της ηρωίδας της και ταυτόχρονα να μας δώσει εικόνες από την ιστορία της Ελλάδας κατά την διάρκεια του εικοστού αιώνα, της προσφυγιάς, του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και της Ελλάδας που ακολούθησε. Η γλώσσα του βιβλίου είναι αρκετά γλαφυρή, κατορθώνει κάθε στιγμή να αποτυπώσει τον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων του και να μας κάνει συμμέτοχους στις δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Η δομή του, με τις συνεχείς παλινωδίες στο χρόνο, όχι μόνο δεν κουράζει, αλλά διευκολύνει την ανάγνωση.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Τελευταίο Σάββατο του Ιανουαρίου, τελευταίο κομμάτι από την Αναφορά, φίλες και φίλοι. Απολαύστε ένα μέρος από το υποκεφάλαιο Έρημος- Σινά.

«Πώς θα μπορέσω ποτέ να ξεχάσω την πρώτη νύχτα που πέρασα στο φρούριο του Θεού της ερήμου; Η σιωπή είχε στοιχειώσει κι είχε πυργωθεί γύρα μου,σα νά ‘πεσα στο βυθό σκοτεινού ξεροπήγαδου∙κι άξαφνα η σιωπή έγινε φωνή, κι η ψυχή μου πήρε να τρέμει:
-Τι ζητάς εδώ στο σπίτι μου; Δεν είσαι αγνός,δεν είσαι τίμιος, το μάτι σου παίζει δεξά και ζερβά, δε σού ‘χω εμπιστοσύνη. Είσαι έτοιμος κάθε στιγμή να προδώσεις∙ η πίστη σου είναι ένα ανόσιο μωσαϊκό από πολλές απιστίες. Και δεν κατέχεις πως στην άκρα του κάθε δρόμου κάθεται ο Θεός και περιμένει∙ μα εσύ πάντα σου θα βιάζεσαι,θα λιποψυχάς μεσοστρατίς και θα γυρίζεις πίσω να παίρνεις άλλο δρόμο. Ο χαμαδός λαός δεν βλέπει Σειρήνες,δεν ακούει τραγούδια στον αέρα∙ τυφλός, κουφός, λάμνει σκυμμένος στ’ αμπάρια της γης∙ μα οι πιό διαλεχτοί, οι καπεταναίοι, γρικούν εντός τους μια Σειρήνα, την ψυχή τους, κι ακολουθούν παλικαρίσια τη φωνή της. Τι άλλη αξία έχει θαρρείς η ζωή; Μα οι μισεροί καπετάνιοι γρικούν τη Σειρήνα και δεν πιστεύουν, είναι ταμπουρωμένοι πίσω από τη φρόνηση και την αναντρία,ζυγιάζουν το Ναι και τ’ Όχι με φλωροζυγαριά σε όλη τους τη ζωή. Κι ο Θεός, μην ξέροντας πού να τους ρίξει, να μη στολίσουν τον Άδη,μα νη μολέψουν την Παράδεισο, προστάζει να τους κρεμάσουν ανάμεσα φθοράς και αφθαρσίας, ανάποδα στον αέρα.
   Η φωνή σώπασε∙ περίμενα ακόμα, τα μάγουλά μου είχαν πυροκοκκινίσει από τη ντροπή και το θυμό∙ και τότε, ποιός μού ‘δωκε τη δύναμη, η ίδια άραγε η έρημος; Νάσκώσω κεφάλι και ν’αντιμιλήσω;
-Έφτασα ως την άκρα∙ και στην άκρα του κάθε δρόμου βρήκα την άβυσσο.
-Βρήκες την αναξιότητά σου να πας πιό πέρα! Άβυσσο λέμε ό,τι δεν μπορούμε να γεφυρώσουμε. Δεν υπάρχει άβυσσος, δεν υπάτχει άκρα∙ υπάρχει μονάχα η ψυχή του ανθρώπου, κι αυτή δίνει ονόματα στα πάντα, σύμφωνα με την αντρεία ή την αναντρία της. Ο Χριστός, ο Βούδας,ο Μωϋσής, βρήκαν άβυσσο∙ μα έριξαν γεφύρι και πέρασαν. Και πίσω τους περνούν, αιώνες τώρα, τ’ ανθρώπινα κοπάδια.
-Άλλος γίνεται ήρωας από Θεού, άλλος με τον εδικό του αγώνα∙ αγωνίζουμαι.
   Γέλιο τρομαχτικό ξέσπασε δεξά, ζερβά μου και μέσα μου:
-Ήρωας; Μα ήρωας θα πει πειθαρχία σε ανώτερο από το άτομο ρυθμό. Κι εσύ ‘σαι ακόμα όλος ανησυχία και ρεμπελιό.Δεν μπορείς να υποτάξεις το χάος μέσα σου και να δημιουργήσεις τον ακέραιο Λόγο∙ και κλαψουρίζοντας δικαιολογιέσαι: «Δε χωρώ στις φόρμες τις παλιές...» Μα προχωρώντας στον στοχασμό ή στην πράξη θα μπορούσες να φτάσεις στα σύνορα τα ηρωικά όπου άνετα να χωρούν και να δουλεύουν δέκα ψυχές σαν την ψυχή σου. Θα μπορούσες, παίρνοντας φόρα από τα γνωστά σύμβολα της θρησκείας, να ορμήσεις σε δικές σου θεϊκές απόπειρες και να δώσεις αυτό που ζητάς και δεν το ξέρεις: συγχρονισμένη μορφή στα αιώνια πάθη, του Θεού και του ανθρώπου.
-Είσαι άδικος∙ η καρδιά σου δε γνωρίζει έλεος. Σε ξανάκουσα, ώ ανελεήμονη φωνή,σε κάθε σταυροδρόμι όπου σκέκουμουν για να διαλέξω.
-Θα με ακούς πάντα, σε κάθε σου φυγή.
-Ποτέ δεν έφυγα∙ πάντα προχωρώ, παρατώντας ό,τι αγάπησα και ξεσκίζεται η καρδιά μου.
-Ως πότε;
-Ως να φτάσω στην κορφή μου∙εκεί θ’αναπαυτώ,
-Κορφή δεν υπάρχει∙ υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δεν υπάρχει∙ υπάρχει μονάχα αγώνας. Τι γουρλώνεις τα μάτια ξαφνιασμένος; Ακόμα δεν με γνώρισες; Θαρρείς πως είμαι η φωνή του Θεού; Όχι, είμαι η φωνή σου∙ ταξιδεύω πάντα μαζί σου, δε σ’ αφήνω∙αλίμονο να σε άφηνα μονάχο!   


Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ (1204-1461)
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Η διάρκειας  δυόμιση αιώνων αυτοκρατορία  ήταν ένα από τα τρία διάδοχα κράτη που προέκυψαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204. Σε αντίθεση, όμως με τα υπόλοιπα δύο ( η αυτοκρατορία της Νίκαιας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου), δεν ιδρύθηκε ως συνέπεια της άλωσης- απλά συνέπεσε χρονικά.
Η ίδρυσή της ήταν αποτέλεσμα της προσπάθειας να διατηρηθεί η εξουσία των Κομνηνών.
Ο Ανδρόνικος Α΄Κομνηνός σκοτώθηκε στην εξέγερση του 1185 και ο θρόνος πέρασε στην δυναστεία των Αγγέλων. Οι δύο εγγονοί του Ανδρόνικου Α΄,  Αλέξιος και Δαβίδ, μετά την τύφλωση του πατέρα τους Μανουήλ, κατέφυγαν με την μητέρα τους  Ρουσουδάν στην αδελφή της και βασίλισσα των Ιβήρων (Γεωργία) Θαμάρ(1184-1212)∙με τη δική της βοήθεια, και την σύγχρονη συνεργασία των Γεργιανών στρατιωτών, των σχολάριων αρχόντων που διέφυγαν από την Πόλη και των εντοπίων Ποντίων αριστοκρατών, κατέλαβαν την Τραπεζούντα και ίδρυσαν το 1204 το κράτος τους κατά μήκος της ΝΑ ακτής του Ευξείνου Πόντου- μια περιοχή που ήταν πάντα απομονωμένη από το βυζαντινό κέντρο. Έμβλημά τους είχαν τον μονοκέφαλο αετό, σε αντιδιαστολή με τον δικέφαλο της Κωνσταντινούπολης και ο τίτλος τους ήταν : Αυτοκράτωρ πάσης Ανατολής, Ιβηρίας και Περατείας.




Έχοντας έδρα την πρωτεύουσα την πόλη Τραπεζούντα η δυναστεία των Κομνηνών, των αποκαλούμενων Μεγαλοκομνηνών, σύμφωνα με την ποντιακή παράδοση, επιβίωσαν, έστω και υπό την επικυριαρχία των Σελτζούκων Τούρκων, των Μογγόλων και των Οθωμανών. Όμως, η αδυναμία συνεννόησης με την αυτοκρατορία της Νίκαιας είχε αρνητικές επιπτώσεις στις προσπάθειες αναχαίτισης των Λατίνων και των Σελτζούκων.
Η καταστροφή της Βαγδάτης από τους Μογγόλους το 1258 ανέδειξε την Τραπεζούντα ως δυτικό τέρμα του δρόμου του μεταξιού, και με την προστασία των Μογγόλων απέκτησε σημαντικά πλούτη, λόγω του συγκεκριμένου εμπορίου.
Όταν το 1261 η αυτοκρατορία της Νίκαιας κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη, οι Κομνηνοί διαπίστωσαν με πίκρα ότι δεν θα κατάφερναν ποτέ να επιστρέψουν στον αρχικό τους θρόνο και από τότε προσπάθησαν να ισχυροποιήσουν την δική τους αυτοκρατορία.

Η Τραπεζούντα αυτούς τους δυόμιση αιώνες γνώρισε οικονομική, πνευματική και καλλιτεχνική άνθιση, ενώ ανεγέρθησαν σπουδαία οικοδομήματα. Οι Κομνηνοί φρόντισαν για την οχύρωση της πόλης και στα χρόνια της βασιλείας του Αλέξιου Β΄(1297-1330) χτίστηκε ένας νέος περίβολος για την προστασία της αποκαλούμενης «κάτω πόλης» και του λιμανιού, που μέχρι τότε ήταν ανοχύρωτα.
Ωστόσο, από τη μια οι επιθέσεις των Σελτζούκων και από την άλλη οι εισβολές των Μογγόλων, έκαναν επιτακτική την ανάγκη νέων οχυρώσεων.
Η ακρόπολη, όπου βρισκόταν και το παλάτι των Κομνηνών, επισκευάστηκε πολλές φορές και έγιναν προσθήκες τον 13ο και τον 14ο αι.  Υπάρχουν ίχνη, μέχρι σήμερα, από αρκετές εκκλησίες (Αγία Σοφία, Άγιος Ευγένιος-προστάτης της δυναστείας),με προεξάρχουσα την Παναγία Χρυσοκέφαλο, στην οποία γινόντουσαν οι στέψεις των Κομνηνών.
Η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας κατάφερε να επιζήσει λόγω του ανθηρού της εμπορίου, της φυσικής οχυρής θέσης  και των τειχών της, αλλά και χάρη στις στρατηγικές επιγαμίες των βασιλέων της, οι οποίοι είχαν συνάψει δεσμούς με τους Παλαιολόγους στην Πόλη, με τους Γεωργιανούς βασιλείς και με τους Τουρκομάνους εμίρηδες.
Η υποταγή του Σουλτάνου του Ικονίου στους Μογγόλους μετά το 1243 ενίσχυσε τη θέση του κράτους των Κομνηνών και τις βλέψεις τους στην περιοχή του Πόντου.




Τον Αύγουστο του 1461, επί βασιλείας του τελευταίου Κομνηνού( η δυναστεία έδωσε 21 αυτοκράτορες),του Δαβίδ, η Τραπεζούντα, πολιορκημένη από ξηρά και θάλασσα, παραδόθηκε στους Οθωμανούς. Ο πρωτοβεστιάριος Αμιρούτζης έπεισε εύκολα τον, σχετικά δειλό, Δαβίδ να παραδώσει την Τραπεζούντα στον Μωάμεθ Β΄παρότι ο λαός είχε άλλη γνώμη.
Η πτώση της πόλης, μετά από πολιορκία ενός μόνο μηνός, σηματοδότησε και την πτώση της αυτοκρατορίας.



ΤΟ ΧΡΥΣΕΛΕΦΑΝΤΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ
Της Dimitra Papanastasopoulou





Μια  εκπληκτική κατασκευή του Φειδία, που άντεξε σχεδόν χίλια χρόνια,ύψους περίπου 13 μέτρων, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου μιλάμε για το διάσημο άγαλμα του αρχηγού των θεών, του Δία, το οποίο δέσποζε στο εσωτερικό δυτικό άκρο του ναού του στην Ολυμπία, τοποθετημένο σε μια υπερυψωμένη βάση διαστάσεων 6,5 Χ10 μέτρα, η οποία σχημάτιζε τρία σκαλοπάτια και περιτριγυρισμένο από τριάντα έξ γρανίτινες κολώνες.
Ο Φειδίας έστησε το εργαστήριό του εκεί, στην  Ολυμπία και τού χρειάστηκαν κατ’ άλλους οκτώ και κατ’ άλλους δώδεκα χρόνια για να το τελειώσει (430π.Χ.).

Το πελώριο άγαλμα απεικόνιζε τον Δία καθιστό, με το δαφνοστεφανωμένο κεφάλι του να αγγίζει σχεδόν την οροφή.
Ο Παυσανίας μας πληροφορεί ότι τα μάτια του θεού είχαν πολύτιμες πέτρες και το δάφνινο στεφάνι ήταν φτιαγμένο από πράσινο σμάλτο. Ο θεός κρατούσε στο δεξί του χέρι  μια Νίκη από ελεφαντόδοντο και χρυσό και στο αριστερό ένα σκήπτρο από πολλά είδη μετάλλων, το οποίο κατέληγε σε έναν αητό. Τα σανδάλια και ο χιτώνας του ήταν από ατόφιο χρυσάφι, χρυσάφι στολισμένο με άνθη και εικόνες ζώων, ενώ ο επιβλητικός θρόνος ήταν διακοσμημένος με χρυσό, πολύτιμους λίθους, έβενο και ελεφαντόδοντο. Κοντά στα πόδια του Δία υπήρχαν δύο απομιμήσεις λεόντων σε ανάπαυση.

Τους βραχίονες του θρόνου στήριζαν γλυπτές απεικονίσεις Σφιγγών, οι οποίες απήγαναν νεαρούς Θηβαίους. Η θανάτωση των παιδιών της Νιόβης από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη αναπαριστανόταν κάτω από τις Σφίγγες. Σε κάθε πόδι του θρόνου υπήρχαν συνολικά τέσσερις Νίκες, ενώ άλλες δύο εμφανίζονταν κοντά στα πέλματα των ποδιών του θεού.
Πάνω από την κεφαλή του Διός, στο ψηλότερο σημείο του θρόνου του, ο Φειδίας σμίλεψε από τη μια πλευρά τις Χάριτες και από την άλλη τις Ώρες. Στις πλαϊνές πλευρές του θρόνου υπήρχαν μεταλλικές πλάκες που είχαν χαραγμένες τις μορφές της αναδυομένης Αφροδίτης, το πολεμικό άρμα του Ήλιου και το άρμα της Σελήνης.
Οι τοιχογραφίες γύρω από το άγαλμα, που εμπόδιζαν την πρόσβαση στο θρόνο, αποδίδονται στον ζωγράφο Πάναινο, που άλλες πηγές τον εμφανίζουν ως ανιψιό και άλλες ως αδελφό του Φειδία. Κάποιες από αυτές παρίσταναν τον Άτλαντα που στήριζε τον ουρανό και τη γη, έχοντας κοντά του τον Ηρακλή.
Η στέγη ακριβώς πάνω από το άγαλμα ήταν ανοιχτή για να δέχεται το φως ανεμπόδιστα.
Η παράδοση θέλει τον Πάναινο να ρωτά τον Φειδία πώς εμπνεύστηκε την εξαιρετικά χαρισματική και επιβλητική μορφή του Δία και τον Φειδία να τον παραπέμπει στον Όμηρο, σε μια περιγραφή που ο θεός είναι τόσο αυστηρός, ώστε ένα νεύμα του κεφαλιού του ήταν ικανό να κάνει τον Όλυμπο να τρέμει.
Όταν το έργο τελείωσε, ο Φειδίας προσευχήθηκε στον Δία, ζητώντας ένα του σημάδι που θα έδειχνε την ευαρέσκειά του. Ένας κεραυνός έπεσε την ίδια ώρα αρκετά πιο πέρα, σε ένα σημείο που, μέχρι την εποχή του Πυσανία ήταν τοποθετημένη μια χάκινη υδρία.

Στα τέλη του 4ου π.Χ. αι., ο βασιλιάς της Συρίας Αντίοχος Α΄ο Σωτήρ, έστειλε ως ανάθημα στον ναό του Διός στην Ολυμπία ένα μάλλινο παραπέτασμα, κοσμημένο με ασσυριακά υφαντά, βαμμένο στο χρώμα της πορφύρας. Το ύφασμα τοποθετήθηκε πίσω από το άγαλμα, προσθέτοντας μια διαφορετική επιβλητική διάσταση και συνδυάζοντας την ανατολική με τη δυτική τεχνική.
Στα μέσα του 2ου π.Χ. αι. Ο γλύπτης Δαμοφών ο Μεσσήνιος επισκεύασε κάποιες ρωγμές που παρουσιάστηκαν στο άγαλμα. Το έκανε με περισσή δεξιοτεχνία και σεβασμό.
Ο Καλιγούλας (1ος μ.Χ.αι.) θέλησε να το μεταφέρει στη Ρώμη και να του αλλάξει τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έτσι ώστε το άγαλμα να απεικονίζει τον ίδιο, και έστειλε τους ανάλογους τεχνίτες να κάνουν πράξη την επιθυμία του. Ωστόσο, σύμφωνα με τον βιογράφο του Σουητώνιο, οι τεχνίτες κατατρόμαξαν όταν άκουσαν να βγαίνει από το άγαλμα ένας δυνατός καγχασμός, γκρεμίζοντας το ικρίωμα που είχαν κατασκευάσει για τη μεταφορά του. Υπάρχει και μια άλλη παράδοση που λέει ότι οι τεχνίτες δεν κατάφεραν να μεταφέρουν το άγαλμα, επειδή έπεσε ένας κεραυνός στο πλοίο τους και το κατέστρεψε. Όπως και να έγιναν τα πράγματα, οι τεχνίτες γύρισαν άπρακτοι και , ευτυχώς για εκείνους, ο Καλιγούλας είχε κιόλας δολοφονηθεί.

Στα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄τέθηκε εκτός νόμου η λατρεία των αρχαίων Ελλήνων, οι ναοί και τα μαντεία έκλεισαν, οι Ολυμπιακοί Αγώνες καταργήθηκαν(393μ.Χ.), το εργαστήριο του Φειδία στην Ολυμπία έγινε χριστιανικός ναός.

Όσο για την τύχη του αγάλματος, υπάρχουν δύο εκδοχές:
Σύμφωνα με την πρώτη, το 426 ο ναός πυρπολήθηκε και το άγλαμα καταστράφηκε ή κατατεμαχίστηκε και λεηλατήθηκε-οι συνθήκες της καταστροφής, όμως, παραμένουν άγνωστες.
Σύμφωνα με τη δεύτερη, το χρυσελεφάντινο άγαλμα μεταφέρθηκε το 390 από τον ίδιο τον Θεοδόσιο Α΄στην Κωνσταντινούπολη. Ο Λαύσος, ένας Έλληνας ευνούχος, το πήρε στο παλάτι που είχε στις όχθες του Βοσπόρου, και το τοποθέτησε ανάμεσα σε πολλά άλλα έργα τέχνης. Ωστόσο, ή το 462 ή το 475, το παλάτι καταστράφηκε από πυρκαγιά και το άγαλμα καταστράφηκε.




Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017


ΑΝΕΞΕΛΕΓΚΤΟ ΠΑΘΟΣ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Το νέο μου βιβλίο κυκλοφορεί από την ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ, του ομίλου ΝΙΚΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ. Το υπέροχο εξώφυλλο οφείλεται στο ταλέντο του Άγγελου Μαλλιάνου.

Είναι μια ιστορία βαθιά ανθρώπινη, βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα. Μια δύσκολη ιστορία, που κρύβει μέσα της καταχωνιασμένα αισθήματα, αδυναμίες προσέγγισης του άλλου, όσο κοντινός και να είναι αυτός, αισθήματα, όμως, που εξακολουθούν να βράζουν, περιμένοντας την ώρα της εξομολόγησης, της λύτρωσης.

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΒΛΑΝΤ Γ΄ ΔΡΑΚΟΥΛ Ή ΤΣΕΠΕΣ (ΠΑΛΟΥΚΩΤΗΣ)1431-1477
Ποιός ήταν στ’ αλήθεια;
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, μια προσωπικότητα που οι αρχικές έντεχνες συκοφαντίες των Οθωμανών και κατόπιν ο μύθος τη διαστρέβλωσε τόσο πολύ, ώστε την εξομοίωσε με το εξωπραγματικό, θρυλικό και άγριο πλάσμα που αποκαλούμε βρυκόλακα, κόβοντας όλα τα νήματα με την πραγματικότητα.
Αυτά τα νήματα θα προσπαθήσω να σας παρουσιάσω.

Δράκουλας (Dracula) στα ρουμανικά σημαίνει «γιός του Δράκου» και ο Βλάντ Γ΄, ο οποίος χρημάτισε τρεις φορές βοεβόδας(ηγεμόνας) της Βλαχίας(1448, 1456-1462 και 1476), ήταν δευτερότοκος γιός του Βλάντ Β΄ Δρακούλ (τον αποκαλούσαν Δράκο επειδή είχε ως έμβλημά του τον δράκο)- επίσης ηγεμόνα της Βλαχίας-και εγγονός από την πλευρά της μητέρας του( πριγκίπισσα Chneajna) του βοεβόδα της Μολδαβίας Αλέξανδρου του Καλού.
Από πολύ νωρίς, ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του, είχε ενταχθεί στο Τάγμα των Ιπποτών του Δράκου μια μυστική οργάνωση με στόχο την προστασία της Χριστιανοσύνης και την εξόντωση των Οθωμανών. Τα μέλη της ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Ιδρυτής του τάγματος  θεωρείται ο δεσπότης της Σερβίας Στέφανος Λαζάρεβιτς, ο οποίος είχε λάβει τον τίτλο του από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μανουήλ Β΄Παλαιολόγο- πατέρα του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα Κων/νου ΙΑ΄.
Ο πατέρας του Βλάντ αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τους Οθωμανούς για να αποφύγει την εισβολή τους στη χώρα του. Το 1438 συνοδεύοντας τον Μουράτ Β΄στην εκστρατεία του εναντίον της Τρανσυλβανίας, προσπάθησε να προστατέψει τον τοπικό πληθυσμό από τις λςηλασίες των Τούρκων. Ο Μουράτ τον υποψιάστηκε και τον φυλάκισε στην Καλλίπολη. Για να τον ελευθερώσει(1444), ο Μουράτ απαίτησε την ομηρία των δύο νεώτερων γιών του: του Βλάντ και του Ράντου, που φυλακίστηκαν στα βάθη της Ανατολίας, στην πόλη Εγκριγκόζ.
Έτσι, τα παιδιά μεγάλωσαν ως όμηροι, φυλακισμένοι σ’ ένα χρυσό κλουβί, μακριά από όλους και όλα. Ο Ράντου δεν άργησε να εξωμοτήσει, αλλά ο Βλάντ αντιδρούσε συνεχώς στις προσταγές των Τούρκων, δημιουργούσε προβλήματα και οι τιμωρίες του ήταν πυκνές και σκληρές. Το μαστίγιο έπεφτε συχνά στο νεανικό και φλογισμένο κορμί του, ενώ έγινε κοινωνός διαφόρων βασανιστηρίων.
Ωστόσο, έμαθε τουρκικά και απέκτησε εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση.
Στο μεταξύ, άρχισε να μισεί και τον Ράντου για την προδοτική στάση του, αλλά και τον ίδιο του τον πατέρα, θεωρώντας ότι είχε πατήσει τον όρκο του στο Τάγμα του Δράκου, ενώ απεχθανόταν τον πρίγκιπα Μεχμέτ (αργότερα Μωάμεθ ο Πορθητής).




Τον Δεκέμβριο του 1447 ο πατέρας του δολοφονήθηκε από επαναστάτες βογιάρους, κατ’ εντολήν του Ούγγρου βασιλιά Ιωάννη Ουνιάδη (John Hunyadi ή Γιάγκος της Hunedoara). Οικτρότερη ήταν η τύχη του  πρωτότοκου αδελφού του Μιρτσέα, την ίδια εκείνη χρονιά που, τυφλωμένος με καυτά σίδερα από τους πολιτικούς του αντιπάλους, θάφτηκε ζωντανός.
Ήταν η εποχή που ο Βλάντ ήταν ελεύθερος να γυρίσει στον τόπο του. Πήγε μαζί με τον Τούρκο Σουλτάνο, ο οποίος εισέβαλε στη Βλαχία και τον τοποθέτησε στο θρόνο του ηγεμόνα, θεωρώντας ότι μπορούσε να τον ελέγχει. Συγχρόνως, εισέβαλε και ο Ουνιάδης, αλλά ο Βλάντ κατάφερε να ξεφύγει στη Μολδαβία, όπου έμεινε κάτω από την προστασία του θείου του Μπογκτάν Β΄μέχρι το 1451.
Όταν ο Μπογκτάν δολοφονήθηκε, ο Βλάντ ξέφυγε στην Ουγγαρία. Ο Ουνιάδης, εντυπωσιασμένος από τις γνώσεις  και το απύθμενο μίσος που έτρεφε προς τον Μεχμέτ, τον χρησιμοποίησε ως προσωπικό βοηθό του.
Το 1456, τη στιγμή που οι Ούγγροι εισέβαλαν στη Σερβία για να εκδιώξουν τους Τουρκους, ο Βλάντ  επιτέθηκε στη Βλαχία για να πάρει πίσω το θρόνο του. Και οι 2 πολεμοι στέφθηκαν με επιτυχία. Ο Ουνιάδης υπέκυψε από πανούκλα  και ο Βλάντ έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας, ως Βλάντ Γ΄.

Το 1460, όταν έφθασαν οι απεσταλμένοι από την, εδώ και επτά χρόνια αλωμένη, Πόλη για να ζητήσουν τον φόρο υποτέλειας, ο Βλάντ κάρφωσε τα τουρμπάνια στα κεφάλια τους και ξεκίνησε επίθεση στις περιοχές που κατείχαν οι Οθωμανοί, διασχίζοντας τον Δούναβη. Ο Χαμζά Μπέης που στάλθηκε με χίλιους ιππείς να τον αντιμετωπίσει κατατροπώθηκε∙ όλοι τους παλουκώθηκαν. Ήταν η αρχή του τρόμου που απλώθηκε σαν κατάρα στους Τούρκους.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής επιτέθηκε με εκατό χιλιάδες άνδρες- ένα τεράστιο στρατό, μπροστά στις λίγες χιλιάδες που διέθετε ο Βλάντ. Κι όμως. Με την τακτική του αντάρτικου και των αιφνιδιαστικών επιθέσεων, προκαλούσε απίστευτες απώλειες στους Τούρκους.
Ο Μωάμεθ επέμενε, ο στρατός του έφτασε στο Ταργκοβίστε, την πρωτεύουσα της Βλαχίας. Έφτασε για να τρελαθεί από το σοκ των παλουκωμένων που είδε μπροστά του, ένα ζωντανό εφιάλτη, χειρότερο από όποια νοσηρή φαντασία και τράπηκε σε φυγή. Για άλλη μια φορά ο Δαβίδ είχε κερδίσει τον Γολιάθ...

Ο Μωάμεθ έφυγε, αφήνοντας πίσω του τον εξωμότη Ράντου ως διοικητή του τρομοκρατημένου στρατού. Ξαφνικά, ο πόλεμος έγινε εμφύλιος, με τα αδέλφια στις θέσεις των αρχηγών δύο αντίπαλων στρατών.
Τα πράγματα άλλαξαν. Ο μέχρι τότε αφοσιωμένος στρατός των Βλάχων, κουρασμένος από τις συνεχείς μάχες, πρόδωσαν τον Βλάντ και πέρασαν στο πλευρό των Τούρκων και του Ράντου.
Μόνος ο Βλάντ ζήτησε βοήθεια από το σύμμαχό του βασιλιά της Ουγγαρίας, Ματίας Κόρβιν(γιό του Ουνιάδη). Εκείνος, έχοντας έλθει σε συμφωνία με τον Ράντου, τον συνέλαβε(1462), τον έρριξε σ’ ένα απομονωμένο μπουντρούμι και τον ξέχασε για ένα διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών.
Η σύζυγος του Βλάντ, ειδοποιημένη για την έλευση του εχθρού στο κάστρο τους, πήδηξε από το παράθυρο και πνίγηκε στα νερά του ποταμού Άργκες.

Όταν ο Βλάντ κατάφερε να αντικρίσει ξανά το φως της ημέρας, πέτυχε να πάρει και το αξίωμά του τον Νοέμβριο του 1476. Το τέλος, όμως, είχε σημάνει. Δύο μήνες αργότερα δολοφονήθηκε – μάλλον κατά τη διάρκεια μιας ακόμη άνισης μάχης εναντίον των Οθωμανών κοντά στο Βουκουρέστι- και η κεφαλή του στάλθηκε ως τρόπαιο στην Πόλη.

Ως ηγεμόνας, άσκησε αγροτική πολιτική, θέλησε να δημιουργήσει ένα κράτος δικαίου, αντιτάχθηκε έντονα στην αριστοκρατία και τους Σάξονες, αλλά ήταν πολύ σκληρός, συμπεριφορά που πολλοί απέδωσαν στα χρόνια που έμεινε όμηρος των Τούρκων. Προτιμούσε τη θανατική ποινή από όλες τις άλλες, και μάλιστα το παλούκωμα (εξού και το «παλουκωτής») ανεξάρτητα αν προοριζόταν για Οθωμανούς, ντόπιους ή άλλους.





Η σκόνη του χρόνου τον εξαφάνισε. Οι συκοφαντίες και οι μύθοι του τρόμου που τον μεταμόρφωσαν σε τέρας, έγιναν ψίθυροι, μέχρι που σίγησαν.
Έμεινε στην αφάνεια για αρκετούς αιώνες, μέχρι που ο εθνικός ποιητής της Ρουμανίας Μιχαήλ Εμινέσκου έγραψε το ποίημα «Οι Βρυκόλακες», την ερωτική ιστορία, του Άραλδου, βασιλιά των Αβάρων, ο οποίος δε διστάζει να ακολουθήσει την αγαπημένη του στον κάτω κόσμο, ως ζωντανός νεκρός, εμπνευσμένος από τα παραμύθια για τον Παλουκωτή.
Αυτός, όμως, που «ζωντάνεψε» χειρότερα τον Τσέπες, λίγα χρόνια αργότερα, στην εκπνοή του 19ου αιώνα( 1897) ήταν ο Ιρλανδός συγγραφέας Μπράμ Στόκερ, με το έργο του «Δράκουλας».

Η αλήθεια, άργησε, αλλά φανερώθηκε. Όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται την σκευωρία και την παραποίηση της ιστορίας και της ζωής του.
Οι καταπατητές της ιστορίας παραμένουν οι ίδιοι, καμουφλαρισμένοι έξυπνα πίσω από ψεύτικες μάσκες για να κρύβουν την ασχήμια τους. Κάτι σαν το κρυμμένο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέη. Μόνο που, αν θυμάστε, κι εκείνο κάποια στιγμή φανερώθηκε.




ΝΑΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Ο ναός του Διός στην Ολυμπία ήταν ένα αριστούργημα δωρικής αρχιτεκτονικής και εθεωρείτο ως το μεγαλοπρεπέστερο όλων των κτιρίων λατρείας της εποχής του.
Βρισκόταν στον περίβολο της Άλτεως, στο ιερό που ήταν αφιερωμένο στον αρχηγό των θεών στην Ολυμπία, όπου λάμβαναν χώρα οι Ολυμπιακοί Αγώνες κατά την αρχαιότητα.
Ο χώρος της Άλτεως με το ιερό άλσος, τον σηκό, τους υπαίθριους βωμούς και τον τύμβο του Πέλοπα διαμορφώθηκε για πρώτη φορά γύρω στον 10ο π.Χ. αιώνα.

Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο Λίβων (πρώτο μισό του 5ου π.Χ. αι) από την γειτονική Ήλιδα, θεωρούμενος ως ο κράτιστος των Ελλήνων αρχιτεκτόνων της ακμής του δωρικού ρυθμού, αλλά οι γλύπτες των αγαλμάτων, των αετωμάτων και των μετοπών παραμένουν άγνωστοι. Ο Παυσανίας αναφέρει τον Παιώνιο, όμως αυτό δεν έχει γίνει αποδεκτό.
Η κύρια κατασκευή του ναού έγινε από τοπικό ασβεστόλιθο, τον κογχυλιάτη,- δυστυχώς κακής ποιότητας- ο οποίος καλύφθηκε για ενίσχυση από ένα λεπτό κονίαμα, που με τη σειρά του έδωσε την εντύπωση του μαρμάρου. Μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε για τον εσωτερικό διάκοσμο.

Πρόκειται για έναν τυπικό δωρικό περίπτερο ναό, με έξι κίονες πλάτος και δεκατρείς μήκος. Ο στυλοβάτης έχει μήκος 64,12μ., πλάτος 27,68μ. και το ύψος των κιόνων είναι 10,51μ. Ο ναός είναι διπλός, δηλαδή,  ο σηκός είναι χωρισμένος σε πρόναο, κυρίως ναό και οπισθόδομο.
Η είσοδος ήταν στα ανατολικά και αντί για σκαλοπάτια υπήρχε ράμπα. Στο εσωτερικό υπήρχαν δύο διώροφες κιονοστοιχίες, κοντά στους τοίχους, δημιουργώντας τρία κλίτη, με το μεσαίο να έχει διπλάσιο πλάτος από τα δύο πλευρικά.
Πάνω από τα πλευρικά κλίτη δημιουργούνταν ένα υπερώο, η στέγη του οποίου έφερε κεράμωση κορινθιακού τύπου.

Οι Ηλείοι άρχισαν να κτίζουν τον ναό με τα έσοδα των λαφύρων που αποκόμισαν κατά τον νικηφόρο πόλεμο εναντίον της Πίσας το 471π.Χ. και  τον τελείωσαν γύρω στα 457π.Χ (σε 15 περίπου χρόνια). Ο Ζεύς μέχρι τότε λατρευόταν σε έναν άλλο ναό, μαζί με την Ήρα.
Υπάρχει η πληροφορία ότι οι Σπαρτιάτες τοποθέτησαν μια χρυσή ασπίδα ως ανάθημα στο επιστήλιο του σχεδόν τελειωμένου ναού, μετά την νίκη τους στην Τανάγρα το 457π.Χ.

Το 426 μ.Χ. ο Θεοδόσιος Β΄διέταξε την πυρπόληση του ναού (μαζί με όλους τους άλλους του ελληνικού χώρου), ενώ οι σεισμοί του 522 και του 551 αποτελίωσαν όσα είχαν γλυτώσει από τη θρησκευτική μανία. Οι Γότθοι αργότερα προκάλεσαν κι άλλες λεηλασίες, ενώ με τα υπολείματα χτίσθηκε ένας χριστιανικός ναός, μέχρι που ένας άλλος σεισμός τον γκρέμισε κι αυτόν. Ό,τι είχε απομείνει από τον υπέρκαλλο ναό του Δία ήταν πλέον μισοθαμμένο.
Οι κατολισθήσεις και οι πλημμύρες του Αλφειού ποταμού κάλυψαν εντελώς τον ναό στους επόμενους αιώνες. Το αρχαίο ιερό ξεχάστηκε, πέρασε κι αυτό στη σφαίρα του μύθου, μέχρι που εντοπίστηκε από τον Άγγλο Ρίτσαρντ Τσάντλερ το 1766.
Το 1829, μια ομάδα Γάλλων αρχαιολόγων ανέσκαψε μερικώς τον ναό του Διός, κλέβοντας θραύσματα των αετωμάτων  για το Μουσείο του Λούβρου.
Η συστηματική ανασκαφή ξεκίνησε το 1875 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και συνεχίστηκε και στον 20ό αιώνα.

Εσωτερικός διάκοσμος

Ο γλυπτός διάκοσμος ξεκίνησε περί το 460π.Χ. και χρησιμοποιήθηκε παριανό μάρμαρο. Ανήκει στον λεγόμενο Αυστηρό Ρυθμό της πρώιμης κλασσικής γλυπτικής και αποτελεί ένα από τα πλέον έξοχα δείγματά του.
Στο αέτωμα της ανατολικής πλευράς απεικονιζόταν ο τοπικός μύθος του Πέλοπα, ο οποίος επιθυμούσε να παντρευτεί την Ιπποδάμεια, κόρη του βασιλιά της Πίσας Οινόμαου. Ο βασιλιάς τον κάλεσε σε αρματοδρομία με σκοπό να τον φονεύσει. Ο Πέλοπας, όμως, κέρδισε και την ιπποδρομία και την Ιπποδάμεια και το θρόνο της Πίσας. Ο Ζεύς ήταν η κεντρική μορφή του αετώματος, στον ρόλο του διαιτητή, ανάμεσα στους νικητές Ηλείους και τους ηττημένους Πισαίους.
Στο δυτικό αέτωμα υπήρχε μια Κενταυρομαχία: η απόπειρα απαγωγής των Λαπιθίδων από τους Κενταύρους στον γάμο του Πειρίθου, με κεντρική θεϊκή μορφή τον Απόλλωνα. Και πάλι ο Παυσανίας φαίνεται να κάνει λάθος στον γλύπτη(αναφέρει τον Αλκαμένη). Το αέτωμα έφερε επίστεψη από ακρωτήρια και στο κέντρο δέσποζε ένα επίχρυσο άγαλμα της Νίκης, ενώ οι μετόπες των στενών πλευρών είχαν γλυπτό διάκοσμο σχετικό με τους άθλους του Ηρακλή.
Στο δάπεδο του πρόναου, στα ελληνιστικά χρόνια κατασκευάστηκε ψηφιδωτό, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα, με παραστάσεις Τριτώνων.

Ο ναός ήταν γνωστός στην αρχαιότητα και για το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, τοποθετημένο σε περίοπτη θέση εντός του ναού, σμιλεμένο από τα μαγικά χέρια του Φειδία, γύρω στα 430π.Χ.- ένα από τα επτά θαύματα του τότε γνωστού κόσμου.

Το άγαλμα θα το δούμε αναλυτικά την επόμενη εβδομάδα. Μέχρι τότε, να είστε όλοι καλά!!

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Ο γιός
Της Dimitra Papanastasopoulou


                                      (Ο Ν.Κ. φοιτητής της Νομικής)



Το ταξίδι μας στην αναφορά συνεχίζεται με ένα κείμενο που ο συγγραφέας επιγράφει «ο γιός», εννοώντας τον εαυτό του. Αναφέροντας περιστατικά της παιδικής του ηλικίας, μας ανοίγει τα μάτια στον υπέροχο κόσμο της γνώσης και των μυστικών της δημιουργίας.


Βαθιά επηρέασε την ψυχή μου κι ένα τυχαίο περιστατικό∙ τυχαίο; Ο φοβιτσιάρης νους που τρέμει μην ξεστομίσει καμμιάν ανοησία και πληγωθεί η αξιοπρέπειά του, με τέτοια άναντρη, φρόνιμη αοριστολογία ονοματίζει ό,τι είναι ανίκανος να ξεδιαλύνει. Θά’μουν τεσσάρων χρόνων κι ο πατέρας μου την αρχιχρονιά εκείνη μού’κανε μπουναμά, «καλή χέρα» όπως λέμε στην Κρήτη, μιαν περιστρεφόμενη υδρόγεια σφαίρα κι ένα καναρίνι. Σφαλνούσα τα πορτοπαράθυρα της κάμαράς μου, άνοιγα το κλουβί κι άφηνα το καναρίνι λεύτερο∙ κι αυτό είχε πάρει τη συνήθεια να κάθεται κατακορφής στην υδρόγεια σφαίρα και κελαηδούσε. Ώρες κι ώρες∙ κι εγώ κρατούσα την αναπνοή μου κι άκουγα.
   Μού φαίνεται, το πολύ απλό αυτό περιστατικό, περισσότερο απ’ όλα τα βιβλία κι απ’ όλους τους ανθρώπους που γνώρισα αργότερα, επηρέασε τη ζωή μου. Χρόνια, γυρίζοντας τη γης αχόρταγα, καλωσορίζοντας κι αποχαιρετώντας τα πάντα, ένιωθα να’ναι το κεφάλι μου η υδρόγεια σφαίρα, και κάθουνταν στην κορφή του μυαλού μου ένα καναρίνι και κελαηδούσε.
   Στορώ με λεπτομέρειες την παιδική μου ηλικία, όχι γιατί είναι μεγάλη η γοητεία από τις πρώτες θύμησες, παρά γιατί στην ηλικία αυτή, όπως και στα ονείρατα, ένα ασήμαντο φαινομενικά περιστατικό ξεσκεπάζει,όσο καμιά αργότερα ψυχολογική ανάλυση, χωρίς φτιασίδια, το αληθινό πρόσωπο της ψυχής. Κι επειδή τα εκφραστικά μέσα στην παιδική ηλικία ή στ’ όνειρο είναι πολύ απλά, γι’ αυτό και το πιο πολύπλοκο εσωτερικό πλούτος απαλλάσσεται απ’ όλα τα περιττά κι απομένει μονάχα η ουσία.
   Μαλακό το μυαλό του παιδιού, τρυφερή η σάρκα του,ο ήλιος, το φεγγάρι, η βροχή, ο αγέρας, η σιωπή, όλα πέφτουν απάνω του, ζύμη αφράτη είναι και το ζυμώνουν. Το παιδί ρουφάει τον κόσμο με απληστία, τον δέχεται στο σπλάχνο του, τον αφομοιώνει και τον κάνει παιδί.
   Θυμούμαι, κάθομουν συχνά στο κατώφλι του σπιτιού μας, έλαμπε ο ήλιος, καίγουνταν ο αγέρας, σ’ ένα μεγάλο σπίτι στη γειτονιά πατούσαν σταφύλια, μύριζε ο κόσμος μούστο,κι εγώ σφαλνούσα τα μάτια ευτυχισμένος, άπλωνα τις φούχτες και περίμενα∙κι έρχουνταν ο Θεός, όσο ήμουν παιδί ποτέ δεν με γέλασε,έρχουνταν, παιδί κι αυτός σαν και μένα, και μού’βαζε στα χέρια τα παιγνιδάκια του- τον ήλιο, το φεγγάρι,τον άνεμο. «Χάρισμά σου» μού’λεγε «χάρισμά σου, παίξε μαζί τους∙εγώ έχω κι άλλα». Άνοιγα τα μάτια, ι Θεός εξαφανίζουνταν μα απόμεναν στα χέρια μου τα παιγνιδάκια του.
   Είχα και δεν το’ξερα, δεν το’ ξερα γιατί το ζούσα, την παντοδυναμία του Θεού∙ έπλαθα όπως ήθελα τον κόσμο. Ζύμη μαλακιά εγώ, ζύμη μαλακιά κι αυτός. Θυμούμαι, απ’ όλα τα φρούτα, όταν ήμουν μικρός, αγαπούσα τα κεράσια∙τα’ριχνα σ’ έναν κουβά νερό, έσκυβα και τα καμάρωνα- μαύρα ή κόκκινα, τραγανά, που μεγάλωναν ευτύς ως έμπαιναν στο νερό∙ μα όταν τα’βγαζα, έβλεπα με μεγάλη μου απογοήτεψη πώς μίκραιναν∙σφαλνούσα λοιπόν τα μάτια, για να μην τα βλέπω να μικραίνουν, και τα’χωνα, τεράστια όπως μου φαίνουνταν, στο στόμα μου.
   Το ασήμαντο αυτό ξεσκεπάζει ολάκερη μέθοδο που αντικρίζω την πραγματικότητα, ακόμα και τώρα στα γεράματα∙την μεταπλάθω λαμπρότερη, καλύτερη, πιο αρμοσμένη στο σκοπό μου. Το μυαλό φωνάζει, εξηγάει,αποδείχνει, διαμαρτύρεται∙ μα μια φωνή μέσα μου σηκώνεται: «Σώπα, μυαλό, ν’ακούσουμε την καρδιά» τού φωνάζει∙ ποιάν καρδιά; Την ουσία της ζωής, την παραφροσύνη∙ κι η καρδιά αρχίζει να κελαηδάει.
   «Δεν μπορούμε ν’αλλάξουμε την πραγματικότητα» λέει ένας αγαπημένος μου Βυζαντινός μυστικός∙ «Ας αλλάξουμε τότε το μάτι που βλέπει την παραγματικότητα». Αυτό έκανα όταν ήμουν παιδί∙ αυτό κάνω και τώρα στις πιο δημιουργικές στιγμές της ζωής μου. 


Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ
Η Ιστορία και τα μυστικά του
Της Dimitra Papanastasopoulou




Η ιστορική του πορεία είναι ανάλογη με της Ακρόπολης, αν και το κέντρο βάρους ήταν πάντα ο ίδιος ο ναός (ο Παρθενώνας).
Ο Όμηρος κάνει λόγο για ναό της Αθηνάς πάνω στον ιερό βράχο από τον 8ο π.Χ.αι. και ο παλιότερος ναός- ένας απλός πώρινος- αφιερωμένος στην Αθηνά Πολιάδα είναι βεβαιωμένος με ανασκαφές(τα θεμέλιά του βρέθηκαν ανάμεσα στο Ερέχθειο και τον μεταγενέστερο ναό). Οι αρχαιολόγοι τον τοποθετούν γύρω στα 525π.Χ., αλλά υπάρχει και η άποψη ότι επισκευάστηκε μόνο το επάνω του μέρος, ενώ τα θεμέλια ανήκουν σε παλιότερη χρονολογία(570π.Χ.).
Να προσθέσω εδώ και μια αμφισβητούμενη θεωρία, σύμφωνα με την οποία, από το 560π.Χ. υπήρχε, ταυτόχρονα με τον ναό της Πολιάδος, άλλος ένας ναός αφιερωμένος στην Αθηνά Παρθένο, ο λεγόμενος εκατόμπεδος.

Ο ναός που άρχισε να κτίζεται μετά τη μάχη του Μαραθώνα(490π.Χ.) καταστράφηκε από τους Πέρσες δέκα χρόνια αργότερα,το 480π.Χ. χωρίς να έχει τελειώσει. Μαζί του καταστράφηκαν και όσα άλλα μνημεία υπήρχαν στην Ακρόπολη.
Ο Κίμων ανέθεσε την κατασκευή ενός άλλου Παρθενώνα στον γνωστό αρχιτέκτονα Καλλικράτη, όμως μέχρι τον θάνατο του Κίμωνα(450π.Χ.) ο ναός δεν είχε τελειώσει. Έπρεπε να έλθει το 447π.Χ. για να αρχίσει η λατόμευση των πεντελικών μαρμάρων και να ολοκληρωθεί το έργο στα πλαίσια του προγράμματος του Περικλή.

Οι πρώτες καταστροφές, σύμφωνα με τον Παυσανία, έγιναν από τον Λάχαρη, τύραννου των Αθηνών, διορισμένον από τον Κάσσανδρο, μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Λάχαρης απέσπασε τις ασπίδες, το χρυσάφι που φυλλαγόταν στον οπισθόδομο και το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της προστάτιδας θεάς.
Πρόσθετες καταστροφές στον οπισθόδομο έγιναν από το προσωπικό του Δημητρίου του Πολιορκητή.
Έρχονται ήσυχα χρόνια, με τους Ρωμαίους να σέβονται το κτίσμα, και έπονται τα βυζαντινά χρόνια. Αν και ο Χριστιανισμός που επεκράτησε, έγινε αιτία πολλών καταστροφών σε αρχαίους ναούς και μαντεία(ιδιαίτερα επί Θεοδοσίου Β΄(5ος μ.Χ. αι.), ο Παρθενώνας εξαιρέθηκε.
Όταν, όμως, έγινε αυτοκράτορς ο Ιουστινιανός, ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Στον πρόναο πρόσθεσαν την αψίδα του ιερού. (Από τότε και μέχρι το 1877, σύμφωνα με τον ιστορικό Burnouf είχαν μείνει ελάχιστα λείψανα τοιχογραφιών και επιγραφικών χαραγμάτων στους τοίχους και στους κίονες).
Στην Φραγκοκρατία ολόκληρος ο χώρος της Ακρόπολης γίνεται τόπος ενδιαίτησης του Όθωνα Ντε Λα Ρός, έδρα της φραγκικής βαρωνίας και κέντρο της ζωής της πόλης, που ονομάζεται Castellum Athenarum. Ο ίδιος ο Παρθενώνας παίρνει μορφή λατινικής εκκλησίας προς τιμήν της Παναγίας καιστο ΝΔ άκρο του προστίθεται ένα καμπαναριό( επί Τουρκοκρατίας θα γίνει μιναρές).

Η Ακρόπολη πέφτει στα χέρια των Τούρκων το 1458. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής την επισκέπτεται και αλλάζει το όνομά της σε Ατίνα Καλεσί, δηλαδή, Φρούριο των Αθηνών.Ο Παρθενώνας γίνεται τζαμί, αλλά δεν έχει καμία σχέση με τα παραδοσιακά τεμένη. Έτσι, δεν έγινε ποτέ, καμία τελετή εντός του.

Η μεγάλη καταστροφή έγινε κατά τη διάρκεια των Βενετοτουρκικών Πολέμων από τον Ιταλό Φραγκίσκο Μοροζίνι, ο οποίος, επιτιθέμενος στον Αλή Αγά τον Σεπτέμβριο του 1687, ανατίναξε την πυριτιδαποθήκη που εκείνος είχε εγκαταστήσει στο εσωτερικό του Παρθενώνα... Ήταν μια τυχαία βολή, αρκετά δυνατή, ώστε να μετατρέψει ένα αριστούργημα αιώνων σε ένα θλιβερό ανακάτεμα υπολειμμάτων κιόνων και σκεπής, αφήνοντας όρθιες κάποιες για να θρηνούν στους επόμενους αιώνες.
Η απόλυτη καταστροφή της στέγης πήρε μαζί της κι ένα μυστικό, αυτό τού τρόπου φωτισμού του Παρθενώνα. Ο ναός δεν είχε παράθυρα, ούτε η υπόθεση της ύπαρξης πυρσών ευσταθεί, αφού δεν έχουν βρεθεί ίχνη αιθάλης. Οι αρχαιολόγοι εικάζουν ότι θα πρέπει να υπήρχε στη στέγη ένα άνοιγμα, αλλά θα παραμείνει, δυστυχώς, εικασία.
Το έργο της καταστροφής ολοκληρώθηκε με τον πλέον απαίσιο τρόπο(πριονισμός) ανάμεσα στα 1801-1803, από τον Λόρδο Έλγιν και τους συνεργάτες του. Ο Έλγιν μισούσε τον τόπο μας (ευχόταν να μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα και για πάντα), δεν έτρεφε κανέναν σεβασμό για τα αριστουργήματα που αντίκρυσε και μοναδικός του σκοπός ήταν το κέρδος.
Τέλος, κάποιες σημαντικές καταστροφές έγιναν και κατά τη διάρκεια του Αγώνα το 1821, κατά την πολιορκία του ιερού βράχου από τον Κιουταχή Μπέη.

Τι κρύβεται, λοιπόν, στην κατασκευή του Παρθενώνα;
Ξεκινώ με το μήκος του (100 αττικά πόδια, ένα αττικό πόδι=0,308 μέτρα ή 1/2Φ, όπου Φ=1,618, αριθμός που εκφράζει την πυθαγόρεια Χρυσή Τομή. Ένας αριθμός που απαντάται συχνότατα στην φύση, στην τέχνη, στη δομή του σύμπαντος, στις τροχιές των πλανητών και αλλού. Ένας αριθμός που εξέφραζε την Ωραιότητα και όσο τον πλησίαζε, τόσο τελειότερο ήταν το δημιούργημα.
Υπάρχει επίσης ο αριθμός π=3.1416 που εκφράζεται ομοίως με τη σχέση 2Φ2/10=0,5236.Έξι πήχεις μας κάνουν3,1416.
Ο Καλλικράτης χρησιμοποίησε άριστα αυτούς τους αριθμούς και με τεράστια ακρίβεια.
Ο Παρθενώνας προσδιορίζει τον χώρο ολόκληρης της Ακρόπολης, και όχι το αντίθετο. Οι κίονές του δίνουν ρυθμό και κίνηση, δημιουργούν φωτοσκιάσεις, μαζί και την εντύπωση ότι το οικοδόμημα «ξεφύτρωσε» από τον ίδιο τον βράχο.
Δεν υπάρχει καμμία ευθεία γραμή, αλλά ανεπαίσθητες καμπύλες. Λέγεται ότι ο Ικτίνος έλαβε υπ’όψιν του μια φυσική ατέλεια των ίδιων των ματιών μας...
Οι κίονες παρουσιάζουν μια «ένταση» περίπου στο μέσον και μια αδιόρατη κλίση προς τα μέσα. Επιστήμονες έχουν υπολογίσει ότι αν τους προεκτείνουμε νοερά προς τα πάνω θα συναντηθούν γύρω στα 4.000 μέτρα, σχηματίζοντας μια πυραμίδα.
Ο Παρθενώνας έχει αντισεισμική θωράκιση, που οφείλεται στο πυραμιδοειδές σχήμα( ας μην είναι ορατό...) και στους χτισμένους κυβόλιθους της βάσης του, που διαμορφώνουν ένα επίπεδο. Δεν υπάρχουν θεμέλια.
Μέσα στον ναό, το ιερό της Αθηνάς ακολουθεί τον άξονα Ανατολή-Δύση. Την τελευταία, λοιπόν, μέρα των εορτασμών των Παναθηναίων( 25 Ιουλίου, που οι αρχαίοι μας πρόγονοι θεωρούσαν και ως γενέθλιο ημέρα της προστάτιδας θεάς) λέγεται ότι συνέβαινε το εξής: Λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, ανέτειλε ο Σείριος και έλουζε με εκτυφλωτικό φως το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς- που έλαμπε, ούτως ή άλλως.

Τα μυστικά δεν έχουν τελειωμό, όμως θα σταματήσω εδώ, επειδή πολλά παραμένουν αναπόδεικτα.



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ (1786-1854)
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Γιός του ιερέα Αναστασίου- αποκαλούμενου Παπαναστασίου- και της Άννας (ή Σωσάννας), ο Γεώργιος Γεννάδιος γεννήθηκε στην Σηλυβρία της Ανατολικής Θράκης, όπου είχαν καταφύγει οι γονείς του, λόγω της ωμότητας των Τούρκων στα Δολιανά του Ζαγορίου, όπου διέμεναν. Υπήρξε λόγιος και διδάσκαλος του Γένους, καταφέρνοντας, όχι μόνο να μεταδίδει γνώση, αλλά να εξοικειώνει τους μαθητές του με το βαθύτερο νόημα της κλασικής παιδείας, με απώτερο σκοπό την δημιουργία ιδανικών για την ελευθερία και την εθνική απελευθέρωση. Αρκετοί από τους μαθητές του απετέλεσαν μέλη του Ιερού Λόχου.
Έχασε τον πατέρα του σε πολύ μικρή ηλικία και η μητέρα του επέστρεψε στα Δολιανά, όπου διέμεναν οι συγγενείς της.Έτσι, ο Γεώργιος ξεκίνησε την εκπαίδευσή του στα Δολιανά και τη συνέχισε στα Ιωάννινα.
Το 1797, μόλις έντεκα ετών, τον έστειλαν σε έναν θείο του, ο οποίος ήταν ηγούμενος σε μοναστήρι του Βουκουρεστίου. Εκεί, στάθηκε τυχερός και μαθήτευσε κοντά στον διάσημο λόγιο, διαφωτιστή και δάσκαλο Λάμπρο Φωτιάδη(1752-1805).
Ενώ άρχισε να σπουδάζει Ιατρική, γρήγορα τον κέρδισε η φιλολογία και το 1804 φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, με καθηγητή τον Ερνέστο Βέμπερ.
Επέστρεψε στο Βουκουρέστι το 1814 και άρχισε να εργάζεται ως οικοδιδάσκαλος. Αργότερα δίδαξε στην περίφημη Αυθεντική Σχολή Βουκουρεστίου, ως βοηθός του Νεόφυτου Δούκα, ο οποίος δίδασκε εκεί.

Το 1817 προσκλήθηκε στην Οδησσό να οργανώσει την Ελληνική Εμπορική Σχολή και γνώρισε τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄και τον Ιωάννη Καποδίστρια. Έμεινε εκεί και δίδαξε τρία χρόνια, εμψυχώνοντας το ελληνικό στοιχείο και εκδίδοντας το εξάτομο έργο «Στοιχειώδης Εγκυκλοπαίδεια Παιδικών Μαθημάτων», συνεργαζόμενος με τον Γεώργιο Λασσάνη, ένα μνημειώδες έργο που αποτελεί την πρώτη σειρά παιδικών βιβλίων.
Ήδη μυημένος στην Φιλική Εταιρία, επιστρέφει το 1820 στο Βουκουρέστι για να προετοιμάσει τον αγώνα εναντίον των Τούρκων. Μετά την αποτυχία στο Δραγατσάνι επέστρεψε στην Οδησσό και μετά στη Λειψία για να ολοκληρώσει τις φιλοσοφικές και θεολογικές του σπουδές.
Το 1824 τον βρίσκει στο Ναύπλιο και το 1826 στην εκστρατεία της Καρύστου. Στην ανατολή της μικρής ελεύθερης Ελλάδας, ο Γεώργιος Γεννάδιος ασχολείται με το ορφανοτροφείο της Αίγινας και τον σχηματισμό της δημόσιας βιβλιοθήκης της πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδας.
Το 1829 ο Καποδίστριας του ανέθεσε την συγκρότηση της Δημόσιας Εκπαίδευσης. Από αυτή τη θέση οργάνωσε το Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας, στο οποίο διετέλεσε και διευθυντής, ενώ από το 1835 και μέχρι το τέλος της ζωής του υπηρέτησε ως Γυμνασιάρχης στο Α΄Γυμνάσιο Αθηνών.
Συγχρόνως, δίδαξε στο Αρσάκειο, στη Ριζάρειο και στο Παναεπιστήμιο της Αθήνας. Το 1838 αναγορεύθηκε επίτιμος Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Λειψίας, ένας τίτλος που δόθηκε για πρώτη φορά σε Έλληνα.

Ήταν παντρεμένος με την Άρτεμη Μπενιζέλου- της γνωστής αθηναϊκής οικογένειας των Μπενιζέλων- και απέκτησε οκτώ παιδιά(τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια).
Είχε την τύχη να διακριθούν τα περισσότερα στην πολιτική, στις τέχνες και στα γράμματα.
-Ο Αναστάσιος υπήρξε πολιτικός και καθηγητής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, ο Ιωάννης συλλέκτης, διπλωμάτης και αυτός που δώρισε έναν αξιόλογο αριθμό βιβλίων στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη( εξ ού και η ονομασία της), ο Παναγιώτης έγινε γεωπόνος και η Κλεονίκη ζωγράφος.

Πέθανε στην Αθήνα το 1854, κατά τη διάρκεια επιδημίας πανώλης.


Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Σάββατο σήμερα και το αφιέρωμα στον συγγραφέα της χρονιάς συνεχίζεται.
Σειρά έχει ένα απόσπασμα από την Αναφορά, ένα βιβλίο-σταθμό, ένα βιβλίο που θεωρείται από πολλούς «δύσκολο». Δύσκολη είναι πάντα η εξομολόγηση, όμως, και όπως λέει ο ίδιος «αναγνώστη,στις σελίδες ετούτες θα βρεις την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες».
Η Αναφορά θα μας συντροφέψει και τα υπόλοιπα Σάββατα του Ιανουαρίου- έτσι, για να λυθούν τα μάγια και να απολαύσουμε την ομορφιά της γραφής και της σκέψης του συγγραφέα.

Να το πορτραίτο του πατέρα του στην ακόμη τουρκοκρατούμενη Κρήτη, με μικρή επικεφαλίδα ο κύρης. Πίσω από τη σκαιά περιγραφή, διακρίνεται ένας τεράστιος σεβασμός και θαυμασμός σ’ εκείνο το αγρίμι, που όταν αναφερόταν στον δικό του πατέρα έλεγε: «τον κύρη μου έπρεπε να δεις,όχι εμένα∙ δράκος σωστός∙ εγώ μπροστά του τι ‘μαι; ξεφυσίδι»

«Ο πατέρας μου σπάνια μιλούσε, δε γελούσε, δε μάλωνε∙ κάποτε μονάχα έτριζε τα δόντια του ή έσφιγγε τη γροθιά του, κι αν τύχαινε να κρατάει κανένα πικραμύγδαλο, έστριβε τα δάχτυλά του και τόκανε σκόνη.
Ένα μεσημέρι που γύριζε σπίτι να φάει, άκουσε, σ’ ένα στενό που περνούσε, γυναίκες να σκληρίζουν και πόρτες να σφαλνούν κι ένας μεθυσμένος τουρκαλάς είχε βγάλει το γιαταγάνι του και κηνυγούσε τους χριστιανούς. Ως να δεί τον πατέρα μου, χύθηκε καταπάνω του∙ κάψα, κουρασμένος από τη δουλειά, δεν είχε κέφι ο πατέρας μου για καυγάδες∙ μια στιγμή τού πέρασε από το νού να στρίψει από το στενό να φύγει, κανένας δεν τον έβλεπε∙μα ντράπηκε.
Ξεζώστηκε την ποδιά που φορούσε, τύλιξε τη γροθιά του, και την ώρα που σήκωνε ο τουρκαλάς απάνω από το κεφάλι του το γιαταγάνι, τού ‘δωκε μια γροθιά στην κοιλιά και τον έστρωσε χάμω∙έσκυψε, τού ξεγάντζωσε το γιαταγάνι από τη φούχτα και τράβηξε κατά το σπίτι. Η μητέρα μου τού ‘φερε πουκάμισο ν’ αλλάξει, είχε γίνει μουσκίδι στον ιδρώτα, κι εγώ, θα ‘μουν ως τριών χρονών, κάθομουν στον καναπέ και τον κοίταζα∙όλο τρίχες ήταν το απανωκόρμι του, άχνιζε∙ κι άμα άλλαξε και δροσέρεψε, πέταξε το γιαταγάνι στον καναπέ, δίπλα μου∙ στράφηκε στη γυναίκα του:
-Σα μεγαλώσει ο γιός σου, τής είπε, και πάει στο σκολειό, δώσ’ του το να ξύνει το μολύβι του.
 Ποτέ δε θυμούμαι να μού ‘πε τρυφερό λόγο∙μια φορά μονάχα∙ ήμασταν στη Νάξο, την επανασταση, και πήγαινα στη φράγκικη Σχολή, στους φραγκοπαπάδες∙είχαμε δώσει εξετάσεις κι είχα πάρει κάμποσα βραβεία, μεγάλα, χρυσοδεμένα βιβλία∙ δεν μπορούσα μόνος μου να τα σηκώσω, πήρε ο πατέρας μου τα μισά και γυρίσαμε σπίτι. Σε όλο το δρόμο δεν άνοιξε το στόμα∙προσπαθούσε να κρύψει τη χαρά του που ο γιός του δεν τον ντρόπιασε∙ και μονάχα όταν μπήκαμε στο σπίτι, χωρίς να με κοιτάξει:
-Δεν ντρόπιασες την Κρήτη, είπε με κάποια τρυφεράδα.
 Μα ευτύς θύμωσε με τον εαυτό του που προδόθηκε κι έδειξε πώς ήταν συγκινημένος, κι όλη η βραδιά απέφυγε να με κοιτάξει κι ήταν κατσουφιασμένος.
 Βαρύσκιωτος,αβάσταχτος. Όταν τύχαινε να’ ναι βίζιτες σπίτι, συγγενείς μας ή γειτόνοι, κι είχαν πιάσει ψιλή κουβέντα και γελούσαν, αν άνοιγε ξαφνικά η πόρτα κι έμπαινε, κόβουνταν η κουβέντα και το γέλιο, κι ένας ίσκιος πλάκωνε το σπίτι. Χαιρετούσε με μισό χείλι, κάθουνταν στη συνηθισμένη θέση του στη γωνιά του καναπέ, πλάι στο παράθυρο της αυλής, χαμήλωνε τα μάτια, άνοιγε την ταμπακιέρα κι έστριβε ένα τσιγάρο, αμίλητος. Ξερόβηχαν οι βίζιτες, κλεφτοκοιτάζονταν ανήσυχα, και με τρόπο, ύστερα από λίγη ώρα, σηκώνουνταν, πατούσαν στις άκρες των ποδιών τους κι έφευγαν.
 Μισούσε τους παπάδες∙ σα συναντούσε κανένα στο δρόμο, έκανε το σταυρό του, να ξορκίσει το κακό συναπάντημα, κι όταν ο παπάς φοβισμένος τον χαιρετούσε: «Καλημέρα, καπετάν-Μιχάλη!», αυτός τού αποκρίνονταν: «Την κατάρα σου νά’ χω!» Δεν πήγαινε ποτέ να λειτουργηθεί, για να μη δει παπάδες∙μονάχα μετά τη λειτουργία, κάθε Κυριακή,όταν έφευγαν όλοι, έμπαινε στην εκκλησιά κι άναβε ένα κερί ομπρός στο θαματουργό κόνισμα του Άη-Μηνά. Πάνω από Χριστούς και Παναγίες προσκυνούσε τον Αη-Μηνά, γιατί αυτός ήταν ο καπετάνιος του Μεγάλου Κάστρου.
 Όμως η καρδιά του δεν αλάφρωνε. «Γιατί ποτέ δε γελάει το χείλι σου καπετάν-Μιχάλη;» αποκότησε μια μέρα να τον ρωτήσει ο καπετάν Ελιάς από τη Μεσαρά. «Γιατί ο κόρακας είναι μαύρος, καπετάν Ελιά;» τού απολογήθηκε ο πατέρας μου κι έφτυσε το αποτσίγαρο που δάγκανε».