The world I love:my novels, my favorite themes

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οικοδομηματα και έργα
Ανάκτορα
Της Dimitra Papanastasopoulou




Τα κτίσματα των Μυκηναϊκών ανακτόρων πρέπει να ήταν αρκούντως εντυπωσιακά. Προαύλια και κιονοστοιχίες οδηγούσαν στη μεγάλη αίθουσα στο κέντρο τους, γνωστή ως μέγαρον κατά τον ομηρικό όρο για την αίθουσα του βασιλιά.
Ήταν μικρότερα από τα Μινωικά προγενέστερά τους και το επίκεντρό τους ήταν διαφορετικό – το μέγαρο διέθετε μια κεντρική εστία αντί για ένα ανοιχτό προαύλιο.
Το καλύτερα διατηρημένο παράδειγμα είναι αυτό του Ανακτόρου του Νέστορα στην Πύλοαπό τον 13ο αιώνα π.Χ.  Εδώ ένα συγκρότημα κτισμάτων διαφορετικών χρονολογιών περιβάλλει το ανακτορικό τετράγωνο με την επίσημη είσοδό του, το εσωτερικό προαύλιο και το μέγαρο που έχει μεγάλους διαδρόμους στις δύο πλευρές του. Σε κάθε πλευρά υπήρχαν αποθηκευτικές αίθουσες και κελάρια.
Όπως το Ανάκτορο του Οδυσσέα- όπως το περιγράφει ο Όμηρος (ραψ. κβ), διέθετε έναν επάνω όροφο, όπου ίσως, βρίσκονταν τα διαμερίσματα του βασιλιά και της ακολουθίας του.
Δεν είναι τίποτε γνωστό για τα ανακτορικά κτίσματα της Πρώιμης Μυκηναϊκής Περιόδου, αν και είναι πιθανόν οι πλούσιοι ηγεμόνες, όπως εκείνοι που βρέθηκαν θαμμένοι στους λακκοειδείς τάφους, να ζούσαν σε μεγάλες κατοικίες.
Μια σειρά κτισμάτων του 14ου αιώνα π.Χ. με πλευρικούς διαδρόμους, τα οποία βρέθηκαν κοντά στο Μενελάειο, κοντά στη Σπάρτη, ίσως αποτελούσαν πρώιμες εκδοχές της αρχιτεκτονικής που συναντούμε στην Πύλο. Κομμάτια από τις τοιχογραφίες τόσο από τις Μυκήνες όσο και από την Τίρυνθα, υποδηλώνουν την παρουσία σημαντικών κτισμάτων εκεί την ίδια περίοδο.
Κατά τον 13ο αιώνα π.Χ. υπήρχαν ανάκτορα στις Μυκήνες και στην Τίρυνθα όπως και άλλα σημαντικά στον Γλά. Ευρήματα κοσμημάτων και πινακίδων Γραμμικής Β στη Θήβα προσδιορίζουν τα σημεία των ανακτόρων τους. Στην Ακρόπολη της Αθήνας εκσκαφές κάτω από το Ερέχθειο ίσως αποτελούν ίχνη ενός μυκηναϊκού ανακτόρου.   


Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017


ΤΑ ΚΑΛΛΑΝΤΑ








Στα 1872, ο Νικηφόρος Λύτρας ζωγράφισε αυτόν τον πίνακα, παραδίδοντας μαθήματα ενότητας και αγάπης, προτάσσοντας τα παιδιά με την αθωότητά τους  να μας δείχνουν τον δρόμο.
Ήταν δύσκολα χρόνια εκείνα για τον τόπο μας, όπως και τα σημερινά, όπως και κάποια μελλοντικά. Η ζωή κύκλους κάνει, αδιάκοπα και ατέρμονα κι εμείς καλούμαστε για άλλη μια φορά να «μάθουμε το μάθημά μας», να εξαλείψουμε κάθε τι που  ευτελίζει την ύπαρξή μας.
Καλά Χριστούγεννα, φίλες και φίλοι! Ακούστε από τα δικά σας παιδιά και εγγόνια τα κάλλαντα, γεμίστε τις καρδιές σας με αγάπη και μήν ξεχνάτε τους κοντινούς σας ανήμπορους.
«Καλήν ημέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού την θεία γέννηση θα πω στ’ αρχοντικό σας».
Η ελπίδα είναι ολοζώντανη, στέκει μπροστά σας και περιμένει να της δώσετε το χέρι για να σας οδηγήσει μπροστά. Τα Χριστούγεννα απλά μας το θυμίζουν!
«Χριστός γεννάται, δοξάσατε!»


Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οικοδομήματα και έργα
Οχυρά
Της Dimitra Papanastasopoulou




Τα μεγάλα οχυρά πυ χτίστηκαν από τους Μυκηναίους συγκαταλέγονται μεταξύ των πλέον ανθεκτικών  μνημείων. Αποτελούσαν ένα πρότυπο άξιο θαυμασμού για τους Έλληνες της Κλασικής Περιόδου και για τους ταξιδιώτες στο πέρασμα των αιώνων. Με την πρόοδο της αρχαιολογικής έρευνας έχουν αναγνωριστεί πολλά άλλα παραδείγματα επιτευγμάτων τους σχετικά με την οικοδόμηση και την μηχανική.
Οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν τα οχυρωματικά τείχη κυκλώπεια, κατά τον μύθο αναφορικά με τους Κύκλωπες που βοήθησαν τον Περσέα στο κτίσιμο των τειχών των Μυκηνών. Οι ογκώδεις, ακανόνιστου σχήματος ασβεστόλιθοι, που στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον με αρμούς για την επακριβή συναρμογή τους, έμοιαζαν με υπερβολικό κατόρθωμα για τους θνητούς.
Γνωρίζουμε ότι οι Μυκηναίοι δεν ήταν υπεράνθρωποι- απλά εξαιρετικά πολυμήχανοι και επίμονοι. Τα οχυρά των Μυκηνών, της Τίρυνθας και της Αθήνας ήταν χτισμένα πάνω σε κορυφές δύσβατων λόφων, από τους οποίους μπορούσαν να αποσπαστούν κομμάτια ασβεστόλιθων και να μετακινηθούν σε μικρές αποστάσεις, μέχρι να τοποθετηθούν πάνω σε τείχη πάχους πέντε μέτρων. Πολλά κομμάτια κυλούσαν από ψηλά, ενώ άλλα υψώνονταν για να τοποθετηθούν στη θέση τους με τη βοήθεια μιας ειδικής ράμπας.
Τα χάλκινα εργαλεία ήταν ανεπαρκή για την κοπή του σκληρού ασβεστόλιθου, ενώ η διακοσμητική τοιχοποιϊα χρησιμοποιούνταν μόνο  για αισθητική εντύπωση, όπως π.χ. γύρω από την Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες, όπου σφυρηλατούσαν ή έκοβαν και τελειοποιούσαν το σχήμα ενός διαφορετικού είδους κροκαλοπαγούς πετρώματος με χρονικό και εργασιακό κόστος.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η διάνυση είχε τεράστιο μήκος- π.χ. στην Μιδέα(νότια των Μυκηνών) και στον Γλα (βόρεια της Θήβας), υπάρχουν τείχη μήκους σχεδόν τριών χιλιομέτρων. Τα τείχη αποφεύγουν τις δυσκολίες που δημιουργεί η αλαγή της πλαγιάς ή το πέρασμα ενός ποταμού ακολουθώντας το περίγραμμα του επιλεγμένου λόφου.
Μερικές φορές οι αρμοί είναι ορατοί στα σημεία όπου μια ομάδα εργατών τελείωνε το έργο της και ξεκινούσε μια άλλη. Η κατασκευή των τειχών, όπως αυτά, απαιτούσε μεγάλους αριθμούς εργατών και η κατεδάφισή τους ήταν το ίδιο δύσκολη. Παρ’ όλο ότι οι είσοδοι έχουν υποστεί ζημιές και έχουν γίνει μερικά ρήγματα στα τείχη του οχυρού στη διάρκεια των καταστροφών του 1200 π.Χ. τα ανοίγματα γέμισαν αμέσως και πολλά από τα τείχη παρείχαν προστασία για τις επόμενες γενιές. Αυτό είναι προφανές στην Αθήνα, όπου τα μυκηναϊκά τείχη διασώθηκαν σαν άμυνα της Ακροπόλεως μέχρι την εκτεταμένη καταστροφή τους από  τους Πέρσες κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της πόλης και των ναών της το 480 π.Χ. Κομμάτια από την κυκλώπεια τοιχοποιία φαίνονται ακόμη σε διάφορα σημεία, καθώς περιβλήθηκαν από τα κλασικά τείχη.

Μέσα στην ακρόπολη της Τίρυνθας αφέθηκαν θάλαμοι μεταξύ των χονδρών τειχών και, στη νότια άκρη, σχηματίστηκαν δύο σειρές στοών με την ένωση μιας σειράς ανάλογων θαλάμων με σκεπαστές διόδους. Οι σκεπές αυτών των στοών σχηματίστηκαν απλώς με την πλάγια τοποθέτηση ογκόλιθων που ακουμπούσαν και στήριζαν ο ένας τον άλλον. Η κυκλώπεια τοιχοποιία σε μικρότερη κλίμακα χρησιμοποιούνταν επίσης για να στηρίζει εξώστες κάτω από μεγάλα σπίτια μέσα κι έξω από τα τείχη των Μυκηνών, και για τη δημιουργία σηράγγων που οδηγούσαν σε προστατευμένες πηγές ύδρευσης τόσο στις Μυκήνες όσο και στην Τίρυνθα.  

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Οικοδομήματα και έργα
Θόλοι
Της Dimitra Papanastasopoulou




Στις αρχές της Μυκηναϊκής Περιόδου οι μεγαλύτερες προσπάθειες των τεχνιτών και των μηχανικών αφιερώνονταν στους μνημειώδεις θολωτούς τάφους. Στις Μυκήνες υπήρχαν εννέα θόλοι, ο καθένας κτισμένος με μεγάλη δεξιοτεχνία.
Χρειαζόταν σημαντική πείρα για να σηκωθούν οι αψιδοειδείς σκεπές πάνω από τους κυκλικούς θαλάμους, που κατ΄αρχήν ήταν κατασκευασμένοι με τραχιά τοιχοποιία. Καθώς εξελισσόταν η δεξιοτεχνία και αποκτόταν εμπειρία, οι θόλοι έγιναν μεγαλύτεροι και περισσότερο φιλόδοξοι. Η διακοσμημένη τοιχοποιία χρησιμοποιείτο συχνά για το χτίσιμο νεκρικών θαλάμων και για μεγάλου μήκους δρόμους. Οι τύμβοι αυτού του τύπου εξυπηρετούσαν τους τοπικούς άρχοντες σε όλη την νότια Ελλάδα και λίγο πιο βόρεια, μέχρι το Διμήνι της Θεσσαλίας.
Η δημιουργία του θόλου πραγματοποιούνταν με την τχνική του ανακουφιστικού τριγώνου, κατά την οποία δημιουργείται μια κατασκευή με ξύλινες δοκούς υποστήριξης, πάνω στις οποίες κάθε πλάκα ογκόλιθου εξέχει από την αμέσως κάτω της, με στόχο να μειώσει το άνοιγμα της αψιδοειδούς οροφής που θα τοποθετηθεί στη συνέχεια. Καθώς το κέντρο βαρύτητας όλου του κτίσματος επρόκειτο να μετακινηθεί πέρα από τη βάση του με την προσθήκη κάθε τμήματος, τοποθετούσαν αντίβαρα στοιβάζοντας μεγάλο, αυξανόμενο πάχος από πέτρες και χώμα γύρω από την εξωτερική πλευρά του κτίσματος.
Έτσι, σχηματιζόταν ένας γήλοφος πάνω από τον τύμβο. Μελέτες της εσωτερικής καμπύλης των θόλων, όπου διατηρείτο ένα επαρκές ύψος, δείχνουν ότι, σε κάθε περίπτωση, υπάρχει μια πρότυπη σχέση ανάμεσα στην πρωτογενή αψίδα και στο επακόλουθο ύψος.
Με αλγεβρικούς όρους, για κάθε τύμβο ο κύβος της αψίδας έχει ευθεία σχέση με το τετράγωνο του ύψους. Ωστόσο, οι μηχανικοί πρέπει να είχαν εξελίξει απλούς κανόνες  «του αντίχειρα» για να επιτύχουν αυτή την αμετάβλητη καμπύλη που διασφαλίζει τη σταθερότητα όλου του οικοδομήματος.Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στον θησαυρό του Ατρέα,οι θόλοι έχουν αντισταθεί σε αναρίθμητους μεγάλους σεισμούς στο πέρασμα των αιώνων. Η χρήση μιας σταθερής αναλογίας αποτελεί σαφή ένδειξη μιας οικοδομικής παράδοσης, ίσως και μιας συγκεκριμένης ομάδας αρχιτεκτόνων μηχανικών, οι οποίοι καλούνταν, όποτε χρειαζόταν. Οι μεγαλύτεροι θόλοι, όπως αυτός του θησαυρού του Ατρέα ή του Ορχομενού που χτίστηκαν μεταξύ 1350 και 1300 π.Χ., απαιτούσαν τεράστιες ποσότητες εργατικού δυναμικού και εργασίας για τη λατόμευση και το πελέκημα ογκόλιθων , συνήθως μάκρους τριών μέτρων, και για να τους σύρουν στην κατάλληλη θέση με τη βοήθεια ράμπας και κυλίνδρων. Η οκτώ μέτρων μήκους εξωτερική πλάκα του υπερθύρου υπολογίζεται ότι έφθανε τους εκατό τόνους βάρος.
Μόλις χτίζονταν αυτοί οι μεγάλοι θόλοι διακοσμούνταν πολυτελώς. Η πρόσοψη του θησαυρού του Ατρέα εξωραϊστηκε με μισές κολώνες και με λαξευμένα σπειροειδή σχήματα, ροζέτες και μαιάνδρους. Η πέτρα γι’ αυτά τα διακοσμητικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των κιόνων στήριξης οκτώμιση μέτρων, ερχόταν από λατομεία που βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά. Πιθανόν κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης από τη θάλασσα, ίσως σέρνοντας τα υλικά για δεκαπέντε χιλιόμετρα από την ακτή, διασχίζοντας τον Αργείο κάμπο μέχρι τις Μυκήνες. Ανάλογη δεξιοτεχνία υπάρχει και στο ταβάνι του πλαϊνού θαλάμου στον κατεστραμμένο θόλο του Ορχομενού στα βόρεια της Θήβας.
Όλοι αυτοί οι θόλοι πρέπει να χρειάστηκαν μήνες, αν όχι χρόνια, για να κατασκευαστούν. Υποθέτουμε ότι οι περισσότεροι χτίστηκαν ενώ οι «ιδιοκτήτες» τους ήταν ακόμη εν ζωή και αφέθηκαν ανοιχτοί για να επιδεικνύουν την δύναμη, τον πλούτο και τη σπουδαιότητά τους.
Εξίσου περίτεχνα παραδείγματα παρουσιάζονται στους μεντεσέδες και το μάνταλο των θυρών των εισόδων.
Είναι πολύ πιθανό, οι δρόμοι των ταπεινότερων θαλαμωτών τάφων να έκλειναν μετά την ταφή και η πόρτα να σφραγιζόταν με έναν πέτρινο τοίχο. Οι πλαϊνοί θάλαμοι στις Μυκήνες και στον Ορχομενό ίσως χρησίμευαν για την ίδια την ταφή, ενώ ο κύριος θάλαμος μπορούσε να λειτουργεί σαν ένας νεκρικός προθάλαμος.


Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Υλικά και Τεχνολογία
Χαλκός και ορείχαλκος
Της Dimitra Papanastasopoulou




Ο χαλκός και ο  ορείχαλκος(κράμα χαλκού και κασσίτερου με αναλογία 9/1) ήταν τα κυρίαρχα μέταλλα σε χρήση, αλλά δεν μπορούν να διαχωριστούν χωρίς χημική ανάλυση και ο όρος μπρούντζος χρησιμοποιείται  γενικά και αδιάκριτα.
Ο χαλκός είναι πιο εύκαμπτος, ελατός και επομένως καταλληλότερος για αντικείμενα που χρειάζονται ένα φύλλο μετάλλου (αγγεία, πανοπλίες), ενώ ο ορείχαλκος, με χαμηλότερο σημείο τήξης, είναι ευκολότερο να διαμορφωθεί σε διάφορα περίπλοκα σχήματα (σπαθιά και δόρατα, πελέκεις, χειρολαβές, γυαλισμένους καθρέφτες). Είναι τόσο σκληρότερος όσο και πιο εύθραυστος.
Τον χαλκό τον προμηθεύονταν από το Λαύριο, την Κύπρο και την Σαρδηνία, ενώ η προέλευση του κασσίτερου παραμένει αβέβαιη, καθώς δεν υπάρχουν γνωστές πηγές στο Αιγαίο και η αναζήτηση των Μυκηναίων για κασσίτερο παρείχε άλλο ένα αίτιο για την επέκταση του εμπορίου. Εφ’ όσον, όμως, το μέταλλο αυτό μπορεί να ανακυκλωθεί τόσο εύκολα, μεγάλη προσότητα μπρούντζου έχει χαθεί, ιδίως σε ό,τι αφορά τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που δεν τοποθετούνταν μέσα στους τάφους.
Κομμάτια λιωμένου μπρούντζου από τις καταστροφές των ανακτόρων, υποδηλώνουν ότι οι ξύλινες πόρτες και άλλα αντικείμενα κοσμούνταν με μπρούντζινα κομμάτια (μεταλλικά εξαρτήματα, καρφιά, συνενώσεις). Οι μεντεσέδες σε ορισμένες πόρτες προστατεύονταν από τη φθορά με βαριά μπρούντζινα καλύμματα, τοποθετημένα μέσα σε υποδοχές πέτρινων δοκαριών, οριζοντίων και καθέτων. Μπρούντζινα σπαθιά και δόρατα, εγχειρίδια, μαχαίρια και τσεκούρια, συχνά αποτελούσαν ταφικά ευρήματα.
Άλλα κομμάτια στρατιωτικού εξοπλισμού συμπεριλάμβαναν ασπίδες και εξαρτήματα αρμάτων, καθώς επίσης και πανοπλίες. Τα οικιακά σκεύη περιλαμβάνουν κύπελα, αμφορείς, μαγκάλια, καζάνια, τηγάνια, κουτάλες και λάμπες.
Παρ’ όλο που ο μπρούντζος χρησιμοποιούνταν για προσωπικά αντικείμενα, όπως οι καθρέφτες, οι περόνες και τα ξυράφια, από πλευράς κοσμημάτων έχει βρεθεί μπρούντζος μόνο με τη μορφή καρφίτσας ή πόρπης, δαχτυλιδιών και βραχιολιών- μόδα στα χρόνια της οικονομικής παρακμής στο τέλος της Μυκηναϊκής Περιόδου.
Πολλά εργαλεία (καλέμια, τσεκούρια, σφυριά, πριόνια, τρυπάνια, αμόνια) ήταν σίγουρα κατασκευασμένα από μπρούντζο, αλλά σπανίως έμπαιναν στους τάφους.
Το ίδιο ισχύει για τα γεωργικά εργαλεία (σκαλιστήρια, τσάπες, δρεπάνια, μαχαίρια κλαδέματος).
Η μεγαλύτερη συλλογή όλων αυτών, καθώς και άλλων μεταλλικών εργαλείων, που προορίζονταν να δουλευτούν ξανά, βρέθηκαν στο ναυάγιο της Γκελιντόνια, στη νότια ακτή της Τουρκίας. Μια μεγάλη ποικιλία άλλων μπρούντζινων αντικειμένων περιλαμβάνει στομίδες αλόγων, αγκίστρια ψαρέματος, καμάκια για χταπόδια, δοχεία για το ξελέπισμα και βελόνες.
Ένα μεγάλο σύνολο γραπτών στην Πύλο μας προσφέρει μια εντυπωσιακή εικόνα ως προς τον αριθμό των μεταλλουργών που ασχολούνταν με τον μπρούντζο για λογαριασμό των ανακτόρων. Παρά το γεγονός ότι το αρχείο αυτό είναι ατελές, αναφέρονται τριακόσιοι μεταλλουργοί που εργάζονταν σε διαφορετικούς τομείς- μερικοί σε ομάδες είκοσι έξι ατόμων. Φαίνεται επίσης, ότι κανείς δεν διέθετε μεγάλες ποσότητες μπρούντζου ( τρία με τέσσερα κιλά ήταν το σύνηθες, με μέγιστο τα δώδεκα).
Μια μοναδική πινακίδα ζητά από τους τοπικούς αξιωματούχους να συγκεντρώσουν μέταλλο για την κατασκευή όπλων. Μια σειρά πινακίδων από την Κνωσό αφορά τη συλλογή εξήντα ρ’αβδων, μορφή με την οποία γινόταν η εμπορεία του μετάλλου, με ένα συνολικό βάρος περίπου ενάμισι τόνου!



Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017

ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ (1854-1900)
Ένας διαφορετικός άνθρωπος
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Σαν σήμερα (30 Νοεμβρίου) ο Όσκαρ Φίνγκαλ Ο’ Φλάχερτι Ουίλς Ουάϊλντ, ξεχασμένος και ταπεινωμένος εισήλθε στις πύλες του θανάτου, ενώ η ανθρωπότητα έμπαινε αργά και με μεγαλοπρέπεια στον 20ό αιώνα, από την αρχή εκείνης της χρονιάς.
Μυθιστοριογράφος, ποιητής, δραματουργός, θεατρικός συγγραφέας- μια εκρηκτική προσωπικότητα, έγραψε μόνον ένα μυθιστόρημα: «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϋ» κάνοντας τρομακτικό θόρυβο(1890).
Το ιρλανδικό αίμα έτρεχε στις φλέβες του ορμητικό και επαναστατικό, τον έκανε πρωτοπόρο: πολύ νω ρίς έγινε γνωστός για την ενασχόλησή του στο νέο ανερχόμενο ρεύμα του «Αισθητισμού», ακολουθώντας τους ιδρυτές και καθηγητές του Ουόλτερ Πέϊτερ και Τζων Ράσκιν, αλλά ταξιδεύοντας και ως την Αμερική και τον Καναδά δίνοντας διαλέξεις σχετικά με τον «Αγγλικό Διαφωτισμό στην Τέχνη».
Η επιστροφή του στο Λονδίνο ως δημοσιογράφος με οξυδερκές πνεύμα και εξεζητημένη αμφίεση, χαιρετίστηκε με την είσοδό του στους ανώτερους πνευματικούς και κοινωνικούς κύκλους και δεν άργησε να γίνει ένας από τους διασημότερους ανθρώπους της εποχής του. 
Στο απόγειο της φήμης του, με το αριστουργηματικό θεατρικό του έργο «Η σημασία να είναι κανείς σοβαρός» να παίζεται στο Λονδίνο, ο Όσκαρ μήνυσε τον Μαρκήσιο του Κουϊνσμπερι, Τζων Ντ’αγκλας, για συκοφαντία. Ήταν η αρχή ενός ταπεινωτικού κατήφορου που τον οδήγησε πρώτα στη σύλληψη, με την κατηγορία του σοδομισμού(ποινικό αδίκημα εκείνη την εποχή) και στην φυλακή αργότερα.
Εκεί, στο κελί της φυλακής του έγραψε την εκπληκτική, τεράστια επιστολή(80 περίπου πυκνογραμμένων σελίδων) με τίτλο ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ (DE PROFUNDIS). Σ’ αυτή την ιδιαίτερη επιστολή- εκδόθηκε το 1905- αναλύει την ψυχοσύνθεσή του στις δίκες, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα σκοτεινό «αντίβαρο» στην έως τότε φιλοσοφία της απόλαυσης.
Παραθέτω εδώ ένα μικρό απόσπασμα, ακολουθώντας την ορθογραφία του βιβλίου (εκδόσεις Γκοβόστης, μετάφραση Άρης Αλεξάνδρου).

   Είμουν ένας άνθρωπος που βρισκόταν σε ιδανικές σχέσεις με την τέχνη και την κουλτούρα της εποχής του. Το κατάλαβα αυτό απ’ τα πρώτα χρόνια της ανδρικής μου ηλικίας και ανάγκασα την εποχή μου να το καταλάβει κι αυτή αργότερα. Λίγοι άνθρωποι κράτησαν μια τέτοια θέση στην εποχή τους και τόσο αναγνωρισμένη. Συνήθως αναγνωρίζεται, αν αναγνωρίζεται ποτέ, απ’ τους ιστορικούς ή τους κριτικούς, όταν πια ο άνθρωπος και η εποχή του έχουν από καιρό περάσει. Με μένα το πράγμα έγινε διαφορετικά. Τόνιωσα μόνος μου και έκανα και τους άλλους να το νιώσουν. Ο Μπάϊρον είαν μια συμβολική μορφή, οι σχέσεις του όμως αναφέρονταν στο πάθος της εποχής του και την κούρασή της απ’ το πάθος. Οι δικές μου αναφέρονταν σε κάτι πιό ευγενικό, πιό έντιμο, πιό ζωτικό, και πιό ευρύ.
   Οι Θεοί μού είχαν δώσει σχεδόν τα πάντα. Είχα ιδιοφυϊα, διακεκριμένο όνομα, υψηλή κοινωνική θέση, λαμπρότητα, πνευματική τόλμη. Έκανα την τέχνη φιλοσοφία και τη φιλοσοφία τέχνη. Άλλαξα τα μυαλά των ανθρώπων και τα χρώματα των πραγμάτων. Δεν υπήρξε τίποτα απ’ ό,τι είπα ή έκανα που να μην προκάλεσε τον θαυμασμό. Πήρα το δράμα, την πιό αντικειμενική μορφή της τέχνης και το έκανα έναν τρόπο έκφρασης τόσο προσωπικό όσο κ’ ένα λυρικό ποίημα ή σονέτο. Ταυτόχρονα, πλάτυνα τα όριά του και πλούτισα τα χαρακτηριστικά του. Δράμα, μυθιστόρημα, ποίημα σε πεζό, ποίημα σε στίχο, λεπταίσθητοι ή φανταστκοί διάλογοι- ό,τι κι αν έπιασα στα χέρια μου τόκανα όμορφο μ’ έναν καινούργιο τρόπο ομορφιάς. Έδωσα στην αλήθεια, δηλαδή, όλα όσα της ανήκουν το ψεύτικο όσο και το αληθινό, και έδειξα ότι το ψεύτικο και το αληθινό δεν είναι άλλο από μορφές διανοητικής ύπαρξης. Αντιμετώπισα την τέχνη σαν την υπέρτατη πραγματικότητα και τη ζωή σαν δημιούργημα της φαντασίας. Κέντρισα την φαντασία του αιώνα μου τόσο που δημιούργησε μύθους και θρύλους γύρω απ’ το άτομό μου. Συμπύκνωσα όλα τα συστήματα σε μια φράση και όλη την ύπαρξη σε ένα επίγραμμα. Μαζί, όμως, μ’ αυτά υπήρχαν και διαφορετικά πράγματα μέσα μου. Άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί σε άσκοπες και αισθησιακές απολαύσεις. Δισκέδαζα με το να είμαι ένας flaneur, ένας δανδής, ένας άνθρωπος της μόδας.
....
Ο πόθος έγινε στο τέλος αρρώστεια ή τρέλλα ή και τα δύο μαζί. Έφτασα να αδιαφορώ για τη ζωή των άλλων. Έπαιρνα την απόλαυση όπου μού άρεσε και προσπερνούσα. Ξέχασα πως κάθε μικρή πράξη της κάθε μιας μέρας φτιάχνει ή χαλάει τον χαρακτήρα και πως γι’ αυτόν τον λόγο ό,τι έκανες κρυφά στο δωμάτιό σου , έρχεται κάποτε μια μέρα που θ’ αναγκαστείς να το φωνάξεις στα κεραμίδια.
...
Πέρασα από κάθε δυνατό τρόπο μαρτυρίου. Καλύτερα κι απ΄τον ίδιο τον Γουώρτσγουορθ ξέρω τι ήθελε να πει, όταν έλεγε:
   Το μαρτύριο είναι διαρκές, σκοτεινό και μαύρο, κ’ έχει τη φύση της αιωνιότητας.


Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Υλικά και Τεχνολογία
Μεταλλουργία- Χρυσός
Της Dimitra Papanastasopoulou




Κατά την Μυκηναϊκή εποχή τα μόνα αποθέματα μετάλλου που υπήρχε τρόπος να δουλευτούν στην νότια Ελλάδα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, εκείνα της ανατολικής Αττικής στο Λαύριο, όπου παράγονταν χαλκός και μόλυβδος∙ ο μόλυβδος περιείχε ασήμι.
Στην Μακεδονία υπήρχαν πλούσιες πηγές χαλκού και χρυσού. Παρά την έλλειψη πηγών ορυκτών μετάλλων, λοιπόν, στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, η μυκηναϊκή κοινωνία χρησιμοποιούσε μέταλλα σε τεράστιες ποσσότητες και η έρευνα για αυτά αποτελούσε έναν από τους παράγοντες του εκτεταμένου εμπορικού τους.

Ο χρυσός ήταν αφειδώς διαθέσιμος και χρησιμοποιούνταν συχνά σε αγγεία, κοσμήματα και δαχτυλίδια, καθώς επίσης και στα πιο εξωτικά αντικείμενα των λακκοειδών τάφων. Τα χρυσά δαχτυλίδια-σφραγίδες είναι χαραγμένα με περίτεχνες σκηνές που συχνά φαίνεται να έχουν έναν λατρευτικό συμβολισμό: ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι το δαχτυλίδι της Μεγάλης Θεάς, μέρος ένός θησαυρού με πολύτιμα αντικείμενα που βρέθηκε στον Περίβολο Α των βασιλικών τάφων. Απεικονίζει μια καθισμένη γυναίκα, ίσως μια θεά ή μια ιέρεια που κρατά άνθη παπαρούνας στα χέρια της και την πλαισιώνει μια γυναίκα, η οποία κρατά λουλούδια. Η ίδια δεξιοτεχνία και λεπτότητα σε μικρή κλίμακα συναντάται στο δαχτυλίδι Δαίμονες από τον θησαυρό της Τίρυνθας, το οποίο απεικονίζει όρθια πλάσματα με φολιδωτή ράχη που κρατούν ρυτά για να κάνουν προσφορές σε μια καθιστή ανθρώπινη φιγούρα.
Άλλα δαχτυλίδια, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων με σκηνές από κυνήγι, έχουν βρεθεί σε προγενέστερες ταφές σε θαλαμωτούς τάφους σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους. Το γεγονός ότι αυτά τα ανατικείμενα ήταν πολύτιμα, καταδεικνύεται από την ανακάλυψη δειγμάτων πολυφορεμένων, η διακόσμηση των οποίων μόλις που διατηρείται, σε μεταγενέστερα πλαίσια, όπως στους τάφους του 12ου αιών στην Περατή της ανατολικής Αττικής. Αυτό το αντικείμενο και η τεχνική εγχάραξης έχει πολλά κοινά με τις πέτρινες σφραγίδες.
Οι τεχνικές του κοκκώδους επιχρίσματος και του κλουαζονέ χρησιμοποιούνταν από χρυσοχόους για να δημιουργήσουν αντικείμενα εκπληκτικής λεπτότητας.
Η τεχνική κλουαζονέ ενείχε τη συγκόληση ενός λεπτού σύρματος πάνω σε μια βάση, όπως αυτή ενός δαχτυλιδιού ή λαβή ενός σπαθιού, όπου δένονταν ψηφίδες γυαλιού ή πέτρας. Οι λαβές των σπαθιών ή των εγχειριδίων μπορούσαν να είναι περίτεχνα διακοσμημένες με ένθετες ψηφίδες από λάπις λάζουλι ή κρύσταλλο.
Το κοκκώδες επίχρισμα χρησιμοποιούσε σταγόνες χρυσού, τοποθετημένες με ακρίβεια για να διακοσμούν χάντρες, δαχτυλίδια και άλλα αντικείμενα, όπως έναν βάτραχο από την Πύλο ή μια άγρια αίγα από την Θήβα.
Και οι δύο τεχνικές απαιτούν μεγάλη δεξιοτεχνία και ιδιαίτερα ακριβή έλεγχο της θερμοκρασίας.
Η τεχνική της διακόσμησης με ένθετα στοιχεία (μαρκετερί) χρησιμοποιούνταν επίσης συχνά. Ο χρυσός τοποθετούνταν ψηφιδωτά στις λεπίδες των χάλκινων σπαθιών. Ο χρυσός, το ασήμι και το μαύρο σμάλτο (ενώσεις χαλκού και ενώσεις χαλκού με διακοσμητική επικάλυψη κράματος αργύρου), έμπαιναν ένθετα σε λεπίδες εγχειριδίων για να απεικονίσουν ένα κυνήγι λιονταριού, γεωμετρικά  ελικοειδή διακοσμητικά ή λεοπαρδάλεις και στοιχεία από τη θαλάσσια ζωή.
Τα κοιλώματα των απλών ή των κολονάτων κυπέλλων διακοσμούνταν με φυλλώματα φυτών, ή ακόμη και κεφαλές ανθρώπων σε προφίλ. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιούνταν και στην Εγγύς Ανατολή- χαρακτηριστικό ένα ασημένιο κύπελλο με κεφάλια ταύρων από την Έγκωμη της Κύπρου- και στην Κρήτη, όπως επίσης στην ελληνική ενδοχώρα.
Πινακίδες που βρέθηκαν στην Πύλο σε Γραμμική Β γραφή, περιγράφουν χρυσά αγγεία ή χρυσαφένια έπιπλα(μάλλον καλυμμένα με φύλλα χρυσού ή διακοσμημένα με ένθετες χρυσές ψηφίδες).
 



Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Εγχάραξη
Της Dimitra Papanastasopoulou




Συνεχίζουμε το ταξίδι μας στον υπέροχο Μυκηναϊκό Πολιτισμό, εξετάζοντας  μια άλλη του πτυχή, αυτή της εγχάραξης.
Τα παραδείγματα εγχάραξης ελεφαντόδοντου απεικονίζουν το σημαντικό επίπεδο δεξιοτεχνίας που κατορθωνόταν με την επεξεργασία μιας ευρείας γκάμας υλικών. Ελάχιστα δείγματα από ξύλο σώζονται: μια σημαντική εξαίρεση αποτελεί ένα ξύλινο κουτί από τον Περίβολο Α των βασιλικών τάφων  με διακοσμητικά φύλλα χρυσού τοποθετημένα γύρω του.
Τα εισαγόμενα δόντια από ελέφαντα και ιπποπόταμο ήταν ακόμη πιο πολύτιμα, πιο ανθεκτικά στο χρόνο και χρησιμοποιούνταν για πολλούς και διάφορους σκοπούς: σαν μέρη επίπλων, όπως ένα ζευγάρι πόδια που βρέθηκαν στη Θήβα, ολόκληρες καρέκλες όπως εκείνη που βρέθηκε σε έναν τάφο του 8ου π.Χ. αιώνα στην Σαλαμίνα της Κύπρου, πάνω σε λαβές όπλων, σαν πολύπλοκα σκαλισμένα χερούλια για μπρούτζινους καθρέφτες ή χτένες, σε πυξίδες και αλλού.
Ένα ωραίο παράδειγμα από τη Θήβα έχει τοποθετημένες αντικρυστά δυο σφίγγες. Διακοσμητικά με ένθετες ψηφίδες ελεφαντόδοντου που απεικονίζουν μια μεγάλη θεματική γκάμα-σφίγγες, δελφίνια, θυρεούς, κοχύλια ή κίονες- κοσμούσαν έπιπλα και κασέλες. Κομμάτια ελεφαντόδοντου, σμιλεμένα στρογγυλά, όπως το καθισμένο λιοντάρι και η κεφαλή νέου από την Αίθουσα με την τοιχογραφία στις Μυκήνες, είναι πολύ πιο σπάνια και δημιουργημένα με εξαιρετική δεξιοτεχνία. Ως ιδανικό δείγμα θεωρείται η Ελεφάντινη Τριάδα  από την Ακρόπολη των Μυκηνών που απεικονίζει ένα ζευγάρι γυναικών και ένα μικρό παιδί.
Οι πινακίδες καταγράφουν έπιπλα, συμπεριλαμβανομένων τραπεζιών, καθισμάτων και υποποδίων. Ορισμένα από αυτά ήταν διακοσμημένα με ένθετες ψηφίδες χρυσού και ελεφαντόδοντου, ξύλου και κύανου ( ενός πολύτιμου λίθου, κύριου συστατικού του γνωστού μας λάπις λάζουλι), με σκηνές που περιελάμβαναν άνδρες, άλογα, χταπόδια και πουλιά.

Η εγχάραξη πέτρας μικρών αντικειμένων δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη στην ηπειρωτική Ελλάδα, όσο στην Κρήτη- ίσως επειδή δεν υπήρχαν τόσο πολλές μαλακές πέτρες. Τα πιο πολλά από τα πρώιμα παραδείγματα πέτρινων αγγείων, όπως εκείνα των λακκοειδών τάφων, θεωρούνται ότι προέρχονται από την Κρήτη.
Κατά την Μυκηναϊκή Ανακτορική Περίοδο είναι βέβαιο ότι υπήρχαν εργαστήρια  στην ηπειρωτική χώρα που παρήγαγαν τα λεπτοφυή αγγεία, τα οποία βρέθηκαν στην Οικία των Ασπίδων στις Μυκήνες. Γουδιά από σκληρό βασάλτη στο σχήμα ρηχού μπώλ με τρία κοντόχοντρα πόδια που χρησιμοποιούνταν για το άλεσμα δημητριακών, βρέθηκαν σε πολλά μέρη. Οι μεγάλες στήλες που σημάδευαν τη θέση των τάφων στους Περιβόλους Α και Β των βασιλικών τάφων στις Μυκήνες,σμιλεύτηκαν με ξεχωριστή δεξιοτεχνία, με ελικοειδή σχέδια ή κυνηγετικές σκηνές.
Η εξαίσια διακόσμηση της Πύλης των Λεόντων και της πρόσοψης του Θησαυρού του Ατρέα στις Μυκήνες, καθώς και στο ταβάνι της παλϊνής αίθουσας στον θόλο του Ορχομενού, όπως και η β΄ση του θρόνου στην Τίρυνθα, απεικονίζουν τον χρόνο και την εργασία που απαιτούνταν για την δημιουργία μημιακών κτισμάτων.
Οι χάντρες από πέτρες της περιοχής περιλαμβάνουν κρυστάλλους,καρνεόλιο, αχάτη, σαρδόνυχα, στεατίτη και αμέθυστο, ενώ εισάγονταν κεχριμπάρι και λάπις λάζουλι. Μπρούτζινες καρφίτσες που βρέθηκαν στους βασιλικούς τάφους έχουν σμιλευμένα κρυστάλλινα κεφάλια.

Οι σφραγιδόλιθοι ήταν συνήθως στρογγυλές χάντρες σε σχήμα φακής με λεπτεπίλεπτα χαραγμένες σκηνές και έχουν βρεθεί επίσης σε πολλά σημεία. Οι σκηνές αυτές- αριστουργήματα μικροτεχνικής- απεικονίζουν ελάφια, ταύρους, λιοντάρια σε μάχη ή θεϊκές και ανθρώπινες μορφές. Κι αυτά ήταν περισσότερο συνηθσιμένα στην Κρήτη, θεωρούμενη ως κέντρο κατασκευής τους. Οι σφραγιδόλιθοι χρησιμοποιούνταν για την αναγνώριση περιουσιών ή για εγγύηση του περιεχομένου ενός αγγείου.  Τέτοιου είδους σφραγίδες βρέθηκαν πάνω σε πήλινα δοχεία στην Οικία του Λαδεμπόρου στις Μυκήνες.      

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Τα περιεχόμενα των τάφων μας παρέχουν πληθώρα πληροφοριών σχετικά με τα υλικά που ήταν διαθέσιμα στον μυκηναϊκό κόσμο, μας δείχνουν την δεξιοτεχνία και την γνωστή τεχνολογία που χρησιμοποιούσαν για την επεξεργασία των υλικών, καθώς και την ποικιλία των παραγόμενων προϊόντων.
Η αγγειοπλαστική, η μεταλλουργία, το λέξευμα της πέτρας και του ελεφαντόδοντου, η χρήση του γυαλιού, μαρτυρούν την εξιδείκευση και την  καλλιτχνική τους αξία.
Όσο για την παραγωγή υφασμάτων, λάξευμα ξύλου, δημιουργία αρωμάτων κ.α. οι πληροφορίες είναι έμμεσες και πολλά συμπεραίνονται από τις τοιχογραφίες και τις πολύτιμες πινακίδες (σε γραφή Γραμμική Β).

Θα ξεκινήσουμε, εξετάζοντας την κεραμική.

Ο πηλός που επέλεγαν ήταν καλής ποιότητας και ταίριαζε στη χρήση για την οποία προοριζόταν το αγγείο, παίρνοντας το σχήμα του από τον τροχό του κεραμοποιού και ψημένος μετά σε υψηλή θερμοκρασία για να διασφαλιστεί η ανθεκτικότητά του.
Τα σχήματα ήταν τυποποιημένα και συμπεριελάμβαναν κύπελα με πόδι, κύπελα με μια λαβή, κύλικες χαμηλούς και κύλικες κολονάτους, αγγεία για επιτραπέζια χρήση βαθιά ή ρηχά. Ωστόσο, τα επίπεδα πιάτα ήταν άγνωστα.
Τα δοχεία αποθήκευσης κυμαίνονταν από μεγάλα πιθάρια ύψους ενάμιση μέτρου (ή και περισσότερο), από αμφορείς με στενό λαιμό και διαφορετικά μεγέθη και, βέβαια, στο χαρακτηριστικό μυκηναϊκό πιθάρι με το λοξό στόμιο- κάτι που διευκόλυνε τον έλγχο της ροής του περιεχομένου του.
Τα μεγάλα πιθάρια χρησίμευαν για την μεταφορά λαδιού, ενώ τα μικρότερα, συχνότατα περίτεχνα διακοσμημένα, περιείχαν αρωματικά λάδια ( για προσφορές σε τάφους). Άλλα πιθάρια με τρεις λαβές για την ασφάλιση του πώματος, περιείχαν αλοιφές ή πολτούς. Επίσης, υπήρχαν δοχεία για τις παιδικές τροφές.
Τα κεραμικά ρυτά- η ονομασία που δόθηκε στα αγγεία με σχήμα χωνιού για μετρημένη εκροή ή για τις ιεροτελεστίες- φτιάχνονταν και σε περίτεχνα σχήματα,όπως κεφαλών ζώων(σε μίμηση παραδειγμάτων πολύτιμων μετάλλων).
Τρίποδα αγγεία μαγειρικής και ορθογώνιες σχάρες ψησίματος κατασκευάζονταν από έναν χονδρό, ειδικά επεξεργασμένο πηλό που άντεχε περισσότερο τη θερμοκρασία της πυροστιάς.
Ο πηλός χρησιμοποιούνταν και για μεγάλες λεκάνες, λάρνακες(κιβώτια ταφής) και για μεγάλες μπανιέρες. 

Οι ταχείες αλλαγές στον τρόπο κατασκευής διαθόθηκαν γρήγορα στον μυκηναϊκό κόσμο. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Σουηδός ειδικός Άρν Φούρμαρκ κατάφερε να συντάξει ένα βιβλίο όπου έδειχνε πώς τα πρότυπα κατασκευής και τα διακοσμητικά σχέδια άλλαζαν με την πάροδο του χρόνου, σε μια αλληλουχία κοντινής χρονολόγησης. Έτσι, ξεχωριστά τα αγγεία μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια σ’αυτήν την αλληλουχία εξέλιξης.
Τα πρότυπα εφαρμόστηκαν πριν το φούρνισμα με ένα περίβλημα πλούσιο σε σίδηρο που πυρακτωνόταν παίρνοντας ένα γυαλιστερό κόκκινο ή μαύρο χρώμα, ανάλογα με την ατμόσφαιρα του φούρνου. Στο σύνολό της, η μυκηναϊκή διακόσμηση δημιουργείται σε παράλληλες ζώνες με το χαμηλότερο μέρος των περισσότερων αγγείων, που είναι χρωματισμένα με μια ράβδωση ή, στις μεταγενέστερες περιόδους με συμπαγές χρώμα. Τα χρησιμοποιούμενα πρότυπα είναι συχνά τόσο στυλιζαρισμένα ώστε το αρχικό σχέδιο εντοπίζεται με μεγάλη δυσκολία.
Τα πρώιμα πρότυπα περιλαμβάνουν διπλούς πελέκεις, φύλλα, έντονους μαιάνδρους, ακόμη και ένα είδος διάστιξης ή σφουγγαρίσματος που μιμείται το τσόφλι του αυγού. Οι μαίανδροι εξακολουθούν να προτιμούνται, ενώ τα καλαίσθητα λουλούδια και οι ελικοειδείς αυλακώσεις είναι κοινές στην Ανακτορική Περίοδο, μαζί με τα φατνώματα σε ορθές γωνίες και τεθλασμένε γραμμές.
Τα μεταγενέστερα σχέδια είναι συχνά χρωματισμένα με λεπτότερο πινέλο και μπορούν να είναι εξαιρετικά λεπτομερή. Η διακόσμηση με φιγούρες ανθρώπων άνθισε επίσης κατά τη διάρκεια της Ανακτορικής Περιόδου,όταν τα αγαπημένα θέματα σε μεγάλους κρατήρες είναι σκηνές μς άρματα ή ταύρους. Αυτά τα σχέδια είναι ιδιαίτερα δημοφιλή στην Κύπρο και μέρος της παραγωγής των κέντρων της Αργολίδας ίσως προοριζόταν για εξαγωγή στο νησί.
Σκηνές με φιγούρες επανεμφανίστηκαν μετά τις καταστροφές του 1.200 π.Χ., αλλά είναι σχετικά σπάνιες. Περιλαμβάνουν το φημισμένο Αγγείο του Πολεμιστή που βρέθηκε από τον Σλήμαν, έναν ιδιαίτερα μεγάλο κρατήρα, διακοσμημένον σε κάθε πλευρά με μια φάλαγγα στρατιωτών που προελαύνουν για τη μάχη.
Αξιοσημείωτα, αλλά ασυνήθιστα παραδείγματα συνδυασμού τεχνικής του τροχού και χειροποίητης τεχνικής  αποτελούν οι «άσχημες» φιγούρες και τα συσπειρωμένα φίδια από τον Ναό των Μυκηνών, η Γυναίκα της Φυλακωπής και οι φιγούρες αγελάδων, από ένα ιερό του 12ου π.Χ. αιώνα στο νησί της Μήλου.






Σάββατο 4 Νοεμβρίου 2017

ΕΝΑ ΦΩΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou



Σαν σήμερα γεννήθηκε η Ελένη Παπαδάκη, το φωτεινό πλάσμα που έμελε να φύγει με φρικτό τρόπο, πληρώνοντας το μίσος που κουβαλούσε ο εμφύλιος, στερώντας τον κόσμο από θεϊκές παραστάσεις που θα γίνονταν κοινωνοί όσοι περίμεναν να την ξαναδούν να ερμηνεύει με τον δικό της, εκπληκτικό τρόπο.

Δίνω τον λόγο στον Πολύβιο Μαρσάν για να μας μεταφέρει νοερά στην τελευταία της θεατρική παράσταση «Εκάβη».

Η πανηγυρική έναρξη των παραστάσεων της ΙΓ΄χειμερινής περιόδου 1943-1944 άρχισε στις 13 Δεκεμβρίου 1943 με την Εκάβη. Οι παραστάσεις δόθηκαν στην κεντρική σκηνή και όχι στο Ηρώδειο, όπως εσφαλμένα αναφέρεται σε πολλά συγγράμματα. Παραβρέθηκαν οι Αρχές Κατοχής, ανώτεροι Γερμανοί στρατιωτικοί, μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου με επι κεφαλής τον Ιωάννη Ρ’αλλη και πλήθος ανθρώπων των Γραμμάτων και των Τεχνών.
   Η Νέλλη Μαρσέλλου προ ετών μού είχε διηγηθεί ότι την ημέρα της πρώτης πίσω από την αυλαία επικρατούσε εκνευρισμός και αγωνία, και η Ελένη με δυνατό χτυποκάρδι περίμενε τα τελευταία λόγια που έλεγε στο μακρύ πρόλογο το φάντασμα του Πολύδωρου, για να κάμει την εμφάνισή της. Δεν ήταν μόνον ο φόβος και το τρακ της πρεμιέρας που δημιούργησαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα στα παρασκήνια. Ήταν πολλά μυθεύματα, συκοφαντίες και προπάντων εχθρότητες που περιτριγύριζαν τότε την Παπαδάκη, διαδόσεις ότι θα γίνονταν ταραχές στην αίθουσα και ότι η παράσταση θα κατέληγε σ’ ένα μεγάλο φιάσκο.
   Από τις πρώτες σκηνές το παίξιμό της και η απόδοση του κειμένου είχαν μια απίθανη ένταση, ένα συνεχές ανέβασμα, τόσο δυνατό, ώστε ο Σικελιανός που παρακολουθούσε την παράσταση διερωτάτο:
   «Μα, πώς αρχίζει έτσι η Παπαδάκη, πού θα φθάσει;;»
   Γιατί η Ελένη άρχισε την απαγγελία της σε τόνο ψηλό, με φωνή δυνατή και έπρεπε στη συνέχεια του κειμένου όλο και να ανεβαίνει φωνητικά και υποκριτικά. Γοήτεψε το ακροατήριο, όπως και τον Άγγελο Σικελιανό, από την πρώτη στιγμή. «Στην μουσικότητά της οφείλεται ο άθλος που πέτυχε στην Εκάβη», έγραψε ο Στρατής Μυριβήλης. «Ήταν ολόκληρη η ερμηνεία της ένα τραγούδι, μια μουσική ερμηνεία,που σπάνια τις χάρηκε το ελληνικό θέατρο, η δημιουργία της ήταν μια εξαίσια ολοκλήρωση από ηθοποιία, μουσική και όρχηση. Το ζευγάρωμα των τριών τεχνών που ζητούσαν οι αρχαίοι Έλληνες».

Με τα φωνητικά χαρίσματα της Παπαδάκη ασχολήθηκαν στις κριτικές τους και οι δύο κορυφαίες μουσικοκριτικοί του τότε αθηναϊκού τύπου, η Σπανούδη και η Λαλαούνη: «Τον υπέροχο θρήνο της αρχαίας τραγικής ηρωίδας δόξασε η Ελένη Παπαδάκη με όλο το μεγαλείο και την πληρότητα μιας συνειδητοποιημένης, όσο και αυθόρμητης δημιουργίας. Οι μακρόσυρτες τραγικές κραυγές  της στάθηκαν μια αποκάλυψη.Συγκλόνισαν με τις δραματικότατες μεταπτώσεις τους όλους χωρίς εξαίρεση. Η Ελένη Παπαδάκη θάμβωσε τον κόσμο σαν ένας συγκεντρωτικός φακός. Ο λόγος της, λαξευμένος υπέροχα, χρωματισμένος, αντηχούσε σαν φλογερός ορείχαλκος, ένας λόγος πολύρρυθμος, διονυσιακός...»
  
Μια μεγάλη «μικρή στιγμή» από την ερμηνεία της περιγράφει παραστατικότατα η Μαρία Αμαριώτου, δείχνοντας την επεξεργασία ως την πιο παραμικρή λεπτομέρεια της Ελένης Παπαδάκη στο στήσιμο του ρόλου:
   «... Μια νοερή ζυγαριά λες και κρατεί μπροστά της και τη γεμίζει από τη μια μεριά με τις χαμένες ευτυχίες..., τι θα βάλει στην άλλη μεριά ή πραγματικότητα; Σ’ αυτήν η Ελένη αφήνει να πέσει του Ευριπίδη η απάντηση, βαριά σαν μολύβι,φορτωμένη την απογοήτευση και την πίκρα όλων των γελασμένων ανθρώπων... Κανένας ρητορισμός και καμιά έμφαση... Μια λέξη, έτσι που την είπε η Ελένη Παπαδάκη, είναι το φοβερό κενό, το απέραντο και απόλυτο μηδέν, το απαρηγόρητο εκείνο «τίποτα», το «μηδέν» του αρχαίου κειμένου. Η κάθε κίνηση των χειλιών, όλη η μιμική του προσώπου, το βλέμμα, της φωνής το άδειο χρώμα,όλα στάζουν την πίκρα τόσο έντονα... Καθώς άκουγες εκείνο το «τίποτα» λεςκαι άδειαζε ο κόσμος του αδύνατου ανθρώπου και βούλιαζε μέσα του συνόνειρος και συνέλπιδος».

Οι διθυρμβικές κριτικές δεν έχουν τελειωμό... ο θρίαμβος υπήρξε μοναδικός, ηχηρός. Τόσος που ξύπνησε όλους τους δαίμονες της ζήλειας, της μικρότητας, του φθόνου και της εκδίκησης. Μιας σκοτεινιάς που μας στέρησε πρώιμα το φως της.  

Παρασκευή 3 Νοεμβρίου 2017

ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Μέρος Δ΄
Της Dimitra Papanastasopoulou



Ο κύκλος των πόλεων κλείνει σήμερα με την αναφορά στην Θήβα και την Τίρυνθα.

Θήβα

Καμία άλλη αρχαία πόλη της Ηρωικής Εποχής δεν είχε τόσους μύθους, όπως συνέβη με τη Θήβα την επτάπυλη, τον θρόνο του Κάδμου και ον τραγικό Οιδίποδα. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι στην κορυφή ενός λόφου στον βοιωτικό κάμπο, πάνω στον οποίο εντοπίζεται μια ακρόπολη, βρέθηκαν κυκλώπεια τείχη και μεγάλα ανακτορικά κτίσματα, με τμήματα αξιόλογων τοιχογραφιών που ανάγονται στον 14ο και 13ο π.Χ.αιώνες. Οι «επτά πύλες» δεν βρέθηκαν, αλλά η πόλη της Θήβας έχει επτά φυσικές εισόδους στο σημείο όπου βρίσκονταν οι πύλες της Κλασικής Θήβας.
Διάφορες αίθουσες κοντά στην αποκαλούμενη Οικία του Κάδμου περιείχαν πολλά διακοσμητικά αντικείμενα από χρυσό, λάπις λάζουλι και ελεφαντόδοντο, όπως επίσης χάλκινα όπλα, πανοπλίες και στομίδες αλόγων. Πιο εντυπωσιακή  είναι μια «αρχαιολογική» συλλογή με σαράντα δύο κυλινδρικές σφραγίδες από την Εγγύς Ανατολή, τριάντα εννέα από λάπις λάζουλι και τρεις από φαγεντιανή.  Μερικές ήταν ήδη χιλίων ετών όταν το κτίσμα καταστράφηκε από φωτιά.
Πινακίδες Γραμμικής Β γραφής έχουν ανακαλυφθεί στην περιοχή. Πολλοί τάφοι/τύμβοι έχουν σμιλευτεί μέσα στους λόφους. Μεταξύ τους κι ένας μεγάλος θάλαμος, κατασκευασμένος μέσα στον βράχο και διακοσμημένος με προσωπογραφίες γυναικών πάνω στις κολώνες της πόρτας. Διέθετε δύο εισόδους, οδηγώντας τον αρχαιολόγο να εντάξει τον συγκεκριμένο τάφο στους τύμβους των γιών του Οιδίποδα- Ετεοκλή και Πολυνείκη. Έχει ενδιαφέρον και η άποψη ότι από την αρχαιότητα πίστευαν ότι ακριβώς αυτός ο λόφος κάλυπτε τους τύμβους των δύο τραγικών αδελφών.
Τα ανακτορικά κτίρια καταστράφηκαν προς το τέλος του 13ου π.Χ. αιώνα.

Τίρυνθα

Όπως συνέβη και με τις Μυκήνες, έτσι ακριβώς και η κραταιά ετούτη ακρόπολη, έδρα του βασιλιά τον Διομήδη, επέζησαν τα τείχη της για να καταπλήξουν με το ύψος και το πάχος τους.
Αρχικά η Τίρυνθα ήταν μια παράκτια πόλη στην άκρη του αργολικού κάμπου, που, ίσως, διέθετε λιμάνι. Η τοποθεσία ήταν ήδη σημαντική στις αρχές της Εποχής του Χαλκού (2.500 π.Χ.) και η μυκηναϊκή ακρόπολη, χωρισμένη σε τρία τμήματα, χτίστηκε πάνω σε στρώμα ασβεστόλιθου.
Στο ανώτατο τμήμα της ακρόπολης εκτεινόταν το ανάκτορο, ενώ σρο χαμηλότερο βρίσκονταν κτίρια που εξυπηρετούσαν τους αξιωματούχους του παλατιού. Η κύρια είσοδος βρισκόταν σε μια επικλινή ανατολική ράμπα, μέσα σ΄ένα στενό πέρασμα, περιβαλλόμενο από υψηλά τείχη και έκλεινε με μια ξύλινη θύρα.
Στενές σκάλες οδηγούσαν σε μια έξοδο στην δυτική πλευρά. Δύο περάσματα κάτω από τείχη του χαμηλότερου τμήματος φτιάχτηκαν το 1.200π.Χ. για να υπάρξει πρόσβαση στο νερό.  Το πάχος των τειχών χρησίμευε στην εξασφάλιση περισσότερου χώρου, μάλλον αποθηκευτικού.
Το ανάκτορο είναι εντυπωσιακό με τις σειρές των αυλών του, μέσω των οποίων εισέρχονταν σ’ αυτό, όπως και με την πέτρινη σμιλευμένη βάση του θρόνου που βρέθηκε στην κύρια αίθουσα του ανακτόρου, της αίθουσας του βασιλιά. Κομμάτια τοιχογραφιών βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο, όπως μια σκηνή που απεικονίζει άλματα πάνω από ταύρους.
Έξω από τα τείχη υπήρχε ένας μεγάλος οικισμός, αλλά έχει ερευνηθεί ελάχιστα. Δύο θολωτοί τάφοι και μια σειρά θαλαμωτών ανακαλύφθηκαν στους ανατολικούς λόφους της πόλης.
Μερικά χιλιόμετρα ακόμη ανατολικότερα υπάρχει ένα τεράστιο φράγμα  που κατασκευάστηκε για να εμποδίζει έναν χείμαρρο και για να στρέφει το ποτάμι μακριά από την ακρόπολη- ένα επιπλέον δείγμα των ικανοτήτων των Μυκηναίων μηχανικών.


Μετά τις καταστροφές του 1.200π.Χ., η Τίρυνθα ήταν μάλλον η μοναδική μυκηναϊκή πόλη που διατήρησε τον ανακτορικό της χαρακτήρα. Το ίδιο το κτίριο χτίστηκε ξανά σε μικρότερη κλίμακα και η πόλη ίσως έγινε ακόμη μεγαλύτερη.      

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΙΝΚΑΣ
Της  Dimitra Papanastasopoulou


Η Αρχιτεκτονική των Ίνκας είναι η σπουδαιότερη Προ-Κολομβιανή Αρχιτεκτονική της Νότιας Αμερικής. Οι Ίνκας την κληρονόμησαν από τους Τιγουανάκου που την εφάρμοσαν τον 2ο π.Χ. αιώνα στην σημερινή Βολιβία.
Η πρωτεύουσα των ίνκας, το Κούζκο(σημερινό Περού), εξακολουθεί να μας δίνει πολλά και εξαιρετικά παραδείγματα αυτής της τέχνης, αν και πολλά κομμάτια τοίχων έχουν ενσωματωθεί σε κατασκευές του Ισπανικού αποικισμού.
Το φημισμένο παλάτι του Μάτσου Πίτσου είναι ένα ζωντανό δείγμα της αρχιτεκτονικής των Ίνκας, όπως και το Σακσαϊγουάμαν και το Ολλανταϊτάμπο.
Χρησιμοποιούσαν πέτρες ή ημιεπεξεργασμένα κομμάτια τους και πλιθιά- κάτι αρκετά συνηθισμένο. Τα υλικά εξαρτόντουσαν από την περιοχή, π.χ. κοντά στις ακτές χρησιμοποιούσαν τετράγωνα πλιθιά, ενώ ψηλά στις Άνδεις χρησιμοποιούσαν πέτρες. Τα πιο κοινά κτίρια των Ίνκας ήταν ισόγεια τετράγωνα, χωρίς ενδιάμεσα χωρίσματα και στέγη φτιαγμένη από ξύλινα δοκάρια και άχυρα. Τα κτίρια με όροφο δεν συνηθίζονταν, αλλά όποτε φτιαχνόντουσαν, η πρόσβασή τους γινόταν με μια εξωτερική σκάλα. Πόρτες και παράθυρα είχαν το σχήμα του τραπεζίου, προσαρτημένα και διακοσμημένα με διπλές ή τριπλές πλάκες. Μερικοί τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι ή διακοσμημένοι με μεταλλικές πλάκες και σε σπάνιες περιπτώσεις είχαμε γλυπτές αναπαραστάσεις ζώων ή γεωμετρικών σχεδίων πάνω τους.
Η πιο γνωστή σύνθετη φόρμα της αρχιτεκτονικής των Ίνκας ήταν η kancha, μια τετράγωνη κατασκευή που περιείχε τρία ή περισσότερα κτίρια- τετράγωνα κι αυτά- τοποθετημένα συμμετρικά γύρω από μια κεντρική αυλή. Αυτές οι κατασκευές εξυπηρετούσαν διάφορους σκοπούς, καθώς σχημάτιζαν τη βάση απλών κατοικιών, αλλά και παλατιών ή ναών. Μια μαρτυρία της σπουδαιότητας αυτών των ενώσεων στην αρχιτεκτονική των Ίνκας είναι το γεγονός ότι το κεντρικό τμήμα της πρωτεύουσας Κούζκο αποτελούνταν από μεγάλα kancha, συμπεριλαμβανομένου του Κουρικάντσα και των παλατιών. Τα πιο καλά διατηρημένα παραδείγματα kancha διασώζωνται στο Ολλανταϊτάμπο, κοντά στον ποταμό Ουρουμπάμπα.
Η αρχιτεκτονική των Ίνκας είναι διάσημη για την εξαιρετική τοιχοποιία της και την τεχνική κοπής και γυαλίσματος των λίθων, εμπνευσμένη από εκείνη των Τιγουανάκου στην Βολιβία που υπήρξαν αρκετούς αιώνες νωρίτερα από την αυτοκρατορία των Ίνκας.
Εδώ τίθεται ένα θέμα: πώς οι Ίνκας που εμφανίστηκαν τρεις αιώνες μετά την κατάρρευση των Τιγουανάκου κατάφεραν να υιοθετήσουν αυτές τις ήδη θαμένες/ ξεχασμένες τεχνικές;
Μια δεύτερη επιρροή προήλθε από τους Γουάρι, ένα λαό σύγχρονο με τους Τιγουακάκου, οι οποίοι είχαν χτίσει στην περιοχή του Κούσκο και τα κτίριά τους είχαν διασωθεί μέχρι την έλευση των Ίνκας.

Οι Ίνκας έκοβαν τις πέτρες χρησιμοποιώντας εργαλεία από πέτρα, χαλκό και μπρούντζο. Αν σκεφθούμε ότι δεν υπήρχε ο τροχός, τόσο η μετακίνηση όσο και η τοποθέτηση των λίθων πρέπει να απαιτούσαν μεγάλη μυϊκή δύναμη και  συνεργασία ενός πολυάριθμου πλήθους ατόμων.  
Συνήθως οι τοίχοι έκλιναν προς τα μέσα και οι γωνίες ήταν στρογγυλοποιημένες, κάτι που ενίσχυε την στατική τους ικανότητα και την αντοχή των κτιρίων στους σεισμούς.






ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥ ΜΥΚΗΝΑΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Μέρος Γ΄
Της Dimitra Papanastasopoulou




Συνεχίζουμε την αναφορά μας αυτή την εβδομάδα με τις πόλεις Ορχομενός, Πύλος και Σπάρτη.

Ορχομενός

Σύμφωνα με τον μύθο ήταν πατρίδα του βασιλιά Μινύα. Η τοποθεσία βρίσκεται πάνω σε ένα βραχώδες ύψωμα στην ΒΔ λεκάνη της λίμνης Κωπαϊδας, μιας ρηχής λίμνης που πλημμύριζε ένα μέρος του κάμπου, καθώς τα νερά της ανέβαιναν και κατέβαιναν.
Ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, το 2500π.Χ. ο Ορχομενός ήταν πολύ σημαντικός και υπάρχουν ίχνη μυκηναϊκών κτισμάτων κάτω από την κλασική και την ελληνιστική πόλη. Μια ποικιλία από κομμάτια τοιχογραφιών από πολλές περιοχές παρέχει περαιτέρω αποδείξεις για την ευημερία των κατοίκων του.
Ο πλούτος του άρχοντα του Ορχομενού φαίνεται μέσα από τα ερείπια ενός εξαιρετικά περίτεχνου  θολωτού τάφου, ο οποίος μπορεί άνετα να συγκριθεί με τον Θησαυτρό του Ατρέα στις Μυκήνες.  Αν και έχουν σωθεί μόνον οι χαμηλότεροι τοίχοι και ο παράπλευρος θάλαμος, εφ’ όσον η τοιχοποιία αφαιρέθηκε σε μεγάλο ποσοστό για να χτιστεί ελληνιστικό θέατρο, η ποιότητα του χτισίματος και η εξαιρετική εγχάρακτη διακόσμηση της σκεπής του πλαϊνού θαλάμου εντυπωσιάζουν.
Η τεράστια ακρόπολη, σήμερα γνωστή ως Γλας, περίπου δέκα χιλιόμετρα μακριά στην άλλη πλευρά της λίμνης, ήταν σίγουρα εξαρτώμενη από τον άρχοντα του Ορχομενού. Τα κυκλώπεια τείχη της, μήκους 2,6 χλμ. Κατασκευάστηκαν κατά τον 13ο π.Χ. αι. πάνω σ’ ένα κομμάτι γης που κάποτε ήταν νησίδα.
Είναι, όμως, σαφές ότι ένα μεγάλο μέρος της λίμνης αποξηράνθηκε από Μυκηναίους μηχανικούς την ίδια εποχή για να αυξηθεί η καλλεργήσιμη γη – ένα έργο που χρειάστηκε να περάσουν δεκάδες δεκάδων αιώνων μέχρι να επιχειρηθεί ξανά. 
Εντός των τειχών υπήρχαν μεγάλα κτίρια σε ανακτορικό ρυθμό, σιταποθήκες  και- ίσως- στάβλοι. Μια φωτιά κατέστρεψε τα πάντα στα τέλη του 13ου π.Χ. αιώνα και δεν    ξανακατοικήθηκε.

Πύλος

Η περιοχή του Νέστορα, του γηραιότερου και σοφότερου των Αχαιών ηρώων, είχε το κέντρο της στην αμμώδη Πύλο. Έχουμε τουλάχιστον τρείς περιοχές στην Πελοπόννησο να μοιράζονται αυτό το όνομα κατά την Κλασική Περίοδο, ωστόσο, η ανακάλυψη ενός μυκηναϊκού ανακτόρου στον άνω Εγκλιανό, κοντά στον κόλπο του Ναβαρίνου,κάνει σαφές ότι η Πύλος ήταν πρωτεύουσα της Μεσσηνίας  κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και το ανάκτορο είναι γνωστό ως Ανάκτορο του Νέστορα.
Από την αρχή της Μυκηναϊκής Περιόδου πλούσιες ταφές σε τύμβους και θολωτούς τάφους που έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή υποδηλώνουν ότι υπήρξε μία από τις πλέον ευημερούσες περιοχές της Πελοποννήσου.
Το ανάκτορο βρίσκεται σχετικά κοντά στη θάλασσα, σε μια τοποθεσία με εύφορο, αλλά ανώμαλο έδαφος, πάνω σε μια κορυφογραμμή ανάμεσα σε δύο ρεματιές που προσφέρουν φυσική προστασία.
Σε μια πρώιμη περίοδο, το ανάκτορο, τοποθετημένο πάνω σ’ έναν χαμηλό λόφο, περιβαλλόταν από ένα οχειρωματικό τείχος, αλλά το μεταγενέστερο κτίσμα-πιο κοντά στη θάλασσα- φαίνεται απροστάτευτο. Πρόκειται για την καλύτερα διατηρημένη μυκηναϊκή τοποθεσία ανακτόρου.
Το ανάκτορο καταστράφηκε από μια μεγάλη και βίαιη φωτιά κατά τη διάρκεια του 13ου π.Χ. αιώνα, πιθανόν πριν την καταστροφή των Μυκηνών.

Σπάρτη

Ως μυθική πατρίδα του Μενελάου και της Ελένης, η Σπάρτη πρέπει να υπήρξε μία από τις σπουδαιότερες μυκηναϊκές πόλεις. Καθώς βρίσκεται στην κοιλάδα του Ευρώτα, απολάμβανε πολλά φυσικά πλεονεκτήματα. Αν και τα ευρήματα είναι λιγοστά, μάλιστα στην περιοχή της κλασικής πόλης δεν έχει βρεθεί κανένα μυκηναϊκό στοιχείο,βρέθηκε ένας θολωτός τάφος στο Βαφειό, μέσα στον οποίο υπήρχαν σφυρήλατα χρυσά κύπελα, διακοσμημένα με σκηνές από κυνήγι ταύρων. Κοντά στο Μενελάειο- ένα μνημείο προς τιμήν του Μενελάου και της Ελένης από την Αρχαϊκή Περίοδο, υπάρχουν θεμέλια μιας σημαντικής έπαυλης, ίσως ενός πρώιμου ανακτόρου.
Η Σπάρτη ήταν μία από τις κύριες κοινωνίες των Δωριέων, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση έφθασαν στην Πελοπόννησο «ογδόντα χρόνια μετά τον Τρωικό Πόλεμο».