The world I love:my novels, my favorite themes

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Η ΠΑΙΔΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ
Της  Δήμητρας Παπαναστασοπούλου





Μια νέα, μικρή, αλλά σπουδαία, ενότητα αρχίζει με τη σημερινή ανάρτιση, που ελπίζω να βρείτε ενδιαφέρουσα.

Κάθε τραγωδία ακυρώνει μια θεμελιακή σχέση των ηρώων της, εγκαθιδρύοντας στη θέση της μια άλλη τάξη πραγμάτων. Ο Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ποιητικής γράφει ότι η πράξη της τραγωδίας είναι μια καταστροφική πράξη, η οποία συντελείται μεταξύ συγγενών ή μεταξύ οικείων ανθρώπων.
Η πιο σκανδαλώδης ρήξη είναι εκείνη που παρουσιάζει ένα πρόσωπο αποστερημένο παντελώς από την προστασια του φυσικού γονέα ή και οδηγούμενο στον θάνατο από αυτόν(τον γονέα). Αυτός ο πανανθρώπινος νόμος που εννοεί  τον γεννήτορα προστάτη και όχι καταστροφέα του ίδιου του τού παιδιού, ανατρέπεται στον τραγικό μύθο με τρεις τρόπους:  την θυσία (από θρησκευτική αναγκαιότητα), την έκθεση(από κοινωνική ή πολιτική ανάγκη) και τον φόνο, τα κίνητρα του οποίου θα δούμε παρακάτω.

Στην κατηγορία της θυσίας εντάσσεται η πασίγνωση σφαγή της Ιφιγένειας, θυσία που αποφασίζει ο πατέρας της, βασιλιάς Αγαμέμνων. Πολύ λιγώτερο γνωστή είναι η θυσία της κόρης του Ερεχθέα (κύριο θέμα της χαμένη τραγωδίας του Ευριπίδη Ερεχθεύς). Από τα ελάχιστα αποσπάσματα που έχουν σωθεί, μαθαίνουμε ότι οι γονείς,οι οποίοι υποτάσσονται πρόθυμα στην θεϊκή απαίτηση μιας ανθρωποθυσίας, αντιμετωπίζουν έναν τρομακτικό κίνδυνο, που δεν αφορά μόνο τους ίδιους, αλλά το έθνος τους.
Ο, σχεδόν, άγνωστος μύθος του δράματος Ερεχθεύς, είναι με λίγα λόγια ο εξής: Ο Εύμολπος, γιός του Ποσειδώνα και της Χιόνης, εκστρατεύει μαζί με τους Θράκες εναντίον των Αθηνών. Ο Αθηναίος βασιλιάς Ερεχθεύς ζητά χρησμό από τους Δελφούς, για να μάθει πώς μπορεί να σώσει τη χώρα του από την εχθρική επίθεση. Και ο Απόλλωνας ζητά τη θυσία μιάς από τις τρείς κόρες του. Ο Ερεχθεύς και η σύζυγός του Πραξιθέα δέχονται να προβούν στη θυσία ενός από τα παιδιά τους, προκειμένου να σωθεί η Αθήνα.

Στην δεύτερη κατηγορία έχουμε την έκθεση, έναν γλωσσικό απόηχο που έφθασε στις μέρες μας ως «έκθετο βρέφος», ένα βρέφος που εγκαταλήσθηκε στην τύχη του από τον γονέα του, ή στον δρόμο ή στο κατώφλι ενός πλούσιου σπιτιού ή ενός βρεφοκομείου. Στις αρχαίες τραγωδίες η έκθεση ενός βρέφους υπαγορεύεται συνήθως από φόβο που προκάλεσε ένας χρησμός ή επειδή η έλευση του παιδιού ήταν δυσοίωνη για την οικογενειακή ή κοινωνική ευταξία.
Έτσι, ο Λάϊος εξέθεσε τον Οιδίποδα στο βουνό Κιθαιρώνα, για να αποφύγει την επαλήθευση ενός χρησμού. Η Αθηναία πριγκίπισσα Κρέουσα, έχοντας αποκτήσει τον Ίωνα από τον Απόλλωνα, και επιθυμώντας να αποφύγει την γενική κατακραυγή, τις υποψίες της οικογένειας και, πιθανά, μια βαριά ποινή για μια παράνομη ερωτική σχέση, αναγκάζεται να εκθέσει το νεογέννητο στην είσοδο του μαντείου.  Και στις δύο περιπτώσεις, τα βρέφη σώζονται. Ο Οιδίπους μεγαλώνει δίπλα στον βασιλιά Πόλυβο, ο Ίων δίπλα στην Πυθία.
Βέβαια, στις περιπτώσεις τόσο της θυσίας, όσο και της έκθεσης, δεν μιλάμε για παιδοκτονία, αφού οι γονείς δεν διαπράττουν φόνο. Εξ άλλου, η θυσία εγγράφεται στο θρησκευτικό πεδίο, ενώ η έκθεση δεν συνιστά κάν  αφαίρεση ζωής.

Στις τραγωδίες του Ευριπίδη, ωστόσο, συναντούμε τρεις περιπτώσεις αμιγούς παιδοκτονίας. Ο ένας από τους γονείς διαπράττει τον φόνο του παιδιού του με τα ίδια του τα χέρια, επιτίθεται ο ίδιος, ως θηρίο στο παιδί. Στην τραγική πράξη το επίθετο το οποίο χαρακτηρίζει την πράξη είναι : αυτόχειρ, κι εμείς ως σήμερα μιλούμε για αυτουργία- άμεση, αυτοπρόσωπη φονική δράση.

Οι ήρωες των τριών φονικών του Ευριπίδη είναι : η Αγαύη, στις Βάκχες, ο Ηρακλης στο Ηρακλής Μαινόμενος και η Μήδεια στην ομώνυμη τραγωδία.
Την επόμενη εβδομάδα θα ασχοληθούμε με την Αγαύη. Μέχρι τότε να είστε όλοι καλά!

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016






ΖΑΝ-ΦΡΑΝΣΟΥΑ-ΞΑΒΙΕ  ΣΑΜΠΟΛΛΙΟΝ(1790-1832)
Η λύση ενός τεράστιου γρίφου
Της Dimitra Papanastasopoulou



Kάτω από το λαμπερό φως του φεγγαριού, τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, όπως συνέβη και σ’ εκείνα που κυνηγούσε με επιμονή ο Σαμπολλιόν. Διαβάστε το σαν παραμύθι και ονειρευτείτε κι εσείς...

Είκοσι χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Στήλη της Ροζέττας μεταφέρθηκε στο Λονδίνο και όλοι οι ειδικοί των αρχαίων γλωσσών άρχισαν τον αγώνα της κατανόησης/μετάφρασης των ιερογλυφικών, που τους έβγαζαν κοροϊδευτικά τη γλώσσα, συνεχίζοντας να τους παιδεύουν.
Είχαν υπολογίσει ότι η τελευταία χρήση αυτής της γλώσσας-κωδικού είχε σταματήσει γύρω στα 400 μ.Χ., αλλά η κατανόησή της έσβησε δύο αιώνες αργότερα, όταν η Αίγυπτος κατακτήθηκε από τους Άραβες.

Ο Σαμπολλιόν έχε πάθος με τα ιερογλυφικά. Ήδη το 1810 έγραψε μια εργασία πάνω σ’ αυτά, σημειώνοντας: « η γραφή της Στήλης της Ροζέττας παρουσιάζει το όνομα του Έλληνα βασιλιά Πτολεμαίου. Το όνομα αυτό δεν θα μπορούσε να εκφραστεί στο ιερογλυφικό τμήμα αυτού του μνημείου, αν τα ιερογλυφικά δεν είχαν τη δυνατότητα να αναπαράγουν ήχους. Ήταν μια γλώσσα που, όχι μόνο την έγραφαν, αλλά και την μιλούσαν».
Αυτή η πεποίθησή του, ότι τα ιερογλυφικά αναπαριστούσαν και ήχους ήταν απόλυτα ριζοσπαστική. Έγραφε αυτά τα λόγια, χωρίς να έχει ταξιδέψει στην Αίγυπτο, έχοντας δει την Στήλη πριν από δέκα χρόνια και βασιζόμενος σε μελέτες και γκραβούρες που είχαν φτιάξει οι ακαδημαϊκοί του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, απογοητευμένος από την ποιότητά τους, παθιασμένος μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής του, με την αγωνία να τον κατατρώει: θα με προλάβει κάποιος άλλος;




Το 1816 ο Σαμπολλιόν έχει απέναντί του μια σημαντική πρόκληση που τον αναστατώνει. Ένας ανταγωνιστής του, και μάλιστα Άγγλος, ο Τόμας Γιάγκ, μέτρησε τις φορές που οι λέξεις εμφανίζονταν στο ελληνικό σύστημα, βρήκε ένα αντίστοιχο σύμβολο να παρουσιάζεται με την ίδια συχνότητα, και υπέθεσε ότι το νόημά τους ήταν το ίδιο. Μ’ αυτόν τον τρόπο εντόπισε τις λέξεις βασιλιάς, και, Αίγυπτος. Ωστόσο, δεν κατάφερε να συνεχίσει, αφού στηριζόταν στην μαντική και εντόπιζε κάποιες λέξεις, χωρίς να μπορεί να τις διαβάσει- μια τεράστια ανακούφιση για τον φίλο μας τον Σαμπολιόν...

Ο Σαμπολλιόν επιμένει. Κοιτώντας τα σύμβολα ξανά και ξανά, σκεφτόταν ότι εκείνο που έμοιαζε με φυσίγγι, έπρεπε να αντιστοιχεί με το όνομα του Πτολεμαίου. Πίστευε ότι τα σύμβολα μέσα στο φυσίγγι είχαν το καθένα τον δικό του ήχο, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα περί του πώς ακουγόταν ο κάθε  ήχος. Συμπέρανε, όμως, ότι έπρεπε να συγκρίνει ένα ζεύγος ονομάτων, στα οποία επανεμφανίζονταν τα ίδια σύμβολα.

Στα γενέθλια των 31 του χρόνων σκέφτηκε να μετρήσει τους μεμονωμένους χαρακτήρες στις γραφές, βρίσκοντας 486 ελληνικές λέξεις να αντιστοιχούν σε 1419 ιερογλυφικά σύμβολα. Αντιλαμβάνεται ότι τα ιερογλυφικά δεν αποτελούν λέξεις, αλλά έναν ήχο το καθένα, αλλά... του λείπουν στοιχεία, δεν μπορεί να προχωρήσει.
Η τύχη του χαμογελά στις 14 Σεπτεμβρίου 1822. Λαμβάνει ένα γράμμα από τον καλό του φίλο Νίκολας Ουγιό, ο οποίος μόλις επέστρεψε από την Αίγυπτο με φωτογραφικό υλικό από το συγκρότημα του ναού στο Αμπού Σιμπέλ, που μόλις έχει ανακαλυφθεί. Κοιτώντας τις φωτογραφίες, το μάτι του εστιάζει στο πλάι ενός αγάλματος. Ανάμεσα στα αμέτρητα ιερογλυφικά, διακρίνει το φυσίγγι και συμπεραίνει ότι κι αυτά τα γραπτά περιέχουν ονόματα.
Με τους παλμούς της καρδιάς του να ανεβαίνουν, αρχίζει και προσέχει ένα-ένα τα σημάδια. Αν παρίστανε κάποιο τον ήλιο, τι ήχο θα είχε;
Ο Σαμπολλιόν έχει καταλήξει από καιρό και σε ένα άλλο συμπέρασμα, βασιζόμενος τις πολλές αρχαίες γλώσσες που έχει μελετήσει( Λατινικά, Αρχαία Ελληνικά, Εβραϊκά, Αμχαρικά, Σανσκριτικά, Αβεστιανικά, Παχλαβί, Αραβικά, Συριακά,Χαλδαϊκά, Περσικά και Κινεζικά). Ότι η πιο κοντινή γλώσσα στα ιερογλυφικά είναι εκείνη των Κοπτών, δηλαδή η πρώιμη χριστιανική γλώσσα της Αιγύπτου. Και στη γλώσσα των Κοπτών, η λέξη ήλιος λέγεται rah, ένα όνομα που αντιπροσωπεύει τον αρχαίο θεό του ήλιου, τον Ρα. Ο Σαμπολλιόν σκέπτεται ότι αν το επόμενο γραμμα είναι ένα Μ και πιο κάτω υπάρχουν σύο Σ, τότε βρήκε το όνομα του φαραώ Ραμσής.
Τα μάτια του ερευνητή ανοίγουν, γίνονται πελώρια, συνειδητοποιώντας ότι μόλις διάβασε ένα ιερογλυφικό!
Με χέρια που δεν υπακούν στις εντολές του εγκεφάλου του, ψάχνει ιερογλυφικά και σε άλλες ζωγραφιές. Βλέπει άλλο ένα φυσίγγι, μόνο που αντί να υπάρχει το Μ και τα Σ βλέπει την εικόνα ενός πουλιού. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό;
Το πουλί του Νείλου λέγεται Ίβις και στην αρχαιότητα αντιπροσώπευε τον θεό Θωδ, τον θεό της Γραφής. Άρα, αυτό που γράφει το φυσίγγι είναι Τούθμοσις- ένας άλλος φαραώ.
Και αρχίζει να χορεύει. Έχει λύσει τον γρίφο.
Στις 27 Σεπτεμβρίου ανακοινώνει τα ευρήματά του στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στον κόσμο ολόκληρο. Το πρώτο, το θεμελιώδες βήμα για τη μετάφραση των ιερογλυφικών και την μετέπειτα εξερεύνηση της ζωής στην αρχαία Αίγυπτο έχει συντελεστεί, και ήταν το πάθος του που το ανακάλυψε.







Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Η ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΝΥΧΤΑ
ΤΟΥ ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ
Από την Δήμητρα Παπαναστασοπούλου




Η τιμητική αναφορά στον Ουίλλιαμ Σαίξπηρ συνεχίζεται με το έργο του «Δωδέκατη νύχτα» ( ή Όπως προτιμάτε).
Πρόκειται για μια κωμωδία που πιστεύεται ότι γράφηκε ανάμεσα στα 1601-1602, για να παιχθεί στο κλείσιμο της θεατρικής σεζόν για τα Χριστούγεννα. Αυτό το σημείο αναφοράς, οι δώδεκα μέρες, δηλαδή, από την αρχή των εορτασμών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, έδωσε τον τίτλο στο έργο. Ήταν γιορτές των Καθολικών που στο τελείωμά τους, καλωσόριζαν και τον Καρνάβαλο. Σ΄ολόκληρη την Αγγλία οι γιορτές ήταν θεαματικές, ενώ η τελευταία νύχτα, η δωδέκατη στη σειρά, είχε όλα τα στοιχεία μιας Διονυσιακής γιορτής, με τον κόσμο να μεταμφιέζεται, να πίνει και να χορεύει.
Κι ενώ ανέβηκε, πράγματι, στο κλείσιμο των εορταστικών εκδηλώσεων, τυπώθηκε πολύ αργότερα, το 1623.

Ο Σαίξπηρ εμπνεύσθηκε την υπόθεση από το έργο του Μπάρναμπυ Ρίτς, «Απολλώνιος και Σίλλα», ενώ ο Ρίτς βασίστηκε σε μια παλιότερη ιστορία του Ματτέο Μπαντέλλο ( ο κλέψας του κλέψαντος εις τους αιώνες  των αιώνων...)
Για μια ακόμη φορά, κύριος πρωταγωνιστής είναι ο έρωτας και δυο γυναίκες τολμηρές για την εποχή τους, που δεν διστάζουν να φωνάξουν ανοιχτά τα αισθήματά τους, να γίνουν εκείνες «κυνηγοί».
Οι πρώτοι στίχοι, τα πρώτα λόγια που ακούν οι θεατές, είναι μια επίκληση στον Έρωτα, από το στόμα ενός ερωτευμένου άνδρα:
« Αχ, Έρωτα θεέ, τι απληστος, τι ακόρεστος που είσαι! Ένώ όλα τα χωράς, όλα τα δέχεσαι, σαν θάλασσα, ό,τι θα καταπιείς, όσο ακριβό κι υπέροχο κι αν είναι, μέσα σε μια στιγμή ξεπέφτει, ευτελίζεται και δεν σου φτάνει».
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του έργου εκστομίζονται τεράστιες, φοβερές αλήθειες, πάνω σε θέματα που αφορούν τη ζωή, την πολιτική και τον τρόπο φέρεσθαι. Εδώ φαίνεται η μεγαλοσύνη της πένας του Σαίξπηρ, συνήθως στους μικρότερης σημασίας χαρακτήρες. Βάζει, π.χ. στο στόμα του γελωτοποιού, που κανείς δεν τον λαμβάνει υπ’ όψιν του, τα εξης λόγια:
«... οι φίλοι μου με κολακεύουν και με κάνουν να νοιώθω γελοίος. Οι εχθροί μου, από την άλλη, μου το λένε ξεκάθαρα ότι είμαι γελοίος. Άρα, από τους εχθρούς μου κερδίζω την αυτογνωσία, ενώ από τους φίλους μου την κοροϊδία».



Ο τόπος, στον οποίο εξελίσσεται η υπόθεση είναι οι ακτές της  Ιλλυρίας, το βασίλειο της Ραγκούζας, κάτι που προσδίδει μια ρομαντική ατμόσφαιρα στους θεατές των αρχών του 17ου αιώνα. Η Ιλλυρία εκείνη την εποχή θεωρούνταν ένας εξωτικός,σχεδόν μυθικός, τόπος, ο ίδιος μάλιστα ο Σαίξπηρ την είχε ξαναχρησιμοποιήσει ως τόπο δράσης και στο έργο του Ερρίκος Δ΄.
Τα περισσότερα ονόματα των χαρακτήρων είναι ιταλικά, αν και υπάρχουν και κάποια αγγλικά. Εντελώς περίεργα, η ηρωίδα του έργου Κόμησσα Ολίβια έχει ένα Άγγλο θείο, τον Σερ Τόμπυ Μπέλτς.

Ας δούμε, όμως, περί τίνος πρόκειται...

Η Βιόλα ναυαγεί στις ακτές της Ιλλυρίας, χάνοντας τον δίδυμο αδελφό της Σεμπάστιαν, τον οποίο θεωρεί πνιγμένον, και καταφέρνει να βγει σώα με τη βοήθεια του καπετάνιου του πλοίου. Μεταμφιεσμένη σε άνδρα, και με το όνομα Τσεζάριο, μπαίνει στην υπηρεσία του τοπικού Δούκα Ορσίνο, πάλι με τη βοήθεια του καπετάνιου που την έσωσε.
Ο Δούκας Ορσίνο είναι πεπεισμένος ότι αγαπά πολύ την Ολίβια, που έχασε τον πατέρα και τα αδέλφια της πριν επτά χρόνια και έκτοτε έπεσε σε μια μορφή μελαγχολίας, απέχοντας από διασκεδάσεις και αρνούμενη να νυμφευτεί οποιονδήποτε- του Δούκα συμπεριλαμβανομένου.
Ο απελπισμένος Δούκας στέλνει τον Τσεζάριο ως αγγελιαφόρο, να μεταφέρει για άλλη μια φορά στην Ολίβια τον έρωτα και το πάθος που τρέφει για εκείνη, να την πείσει να δεχτεί την πρόταση γάμου.
Ωστόσο, η Ολίβια ερωτεύεται τον Τσεζάριο..., ενώ ο Τσεζάριο έχει ερωτευθεί απελπισμενα τον Δούκα. Ένα παράξενο ερωτικό τρίγωνο ανθρώπων που αγαπούν χωρίς ανταπόδοση, και όχι μόνον.



Στην υποπλοκή του έργου παρουσιάζονται αρκετοί χαρακτήρες και «συνομωτούν» για να πείσουν το Μαλβόλιο, τον οικονόμο της Ολίβια και σύμβολο του «καθώς πρέπει» ατόμου, ότι η Κόμησσα τον αγαπά. Αυτοί είναι ο Άγγλος θείος της Ολίβια, Σερ Τόμπυ Μπέλτς, ο Σερ Άντριου Αγκουτσικ, οι υπηρέτες της Μαρία και Φάμπιαν, καθώς και ο γελωτοποιός της Φέστε.
Οι δύο Σερ επιδίδονται σε έναν μαραθώνιο ποτού και διασκέδασης, διαταράσσοντας την ησυχία του σπιτιού της Ολίβια μέχρι πολύ αργά τη νύχτα, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τον υπερόπτη Μαλβόλιο, ο οποίος σκέπτεται να τους τιμωρήσει.
Τελικά, οι δύο Σερ και η Μαρία κάνουν σχέδια πώς να εκδικηθούν τον Μαλβόλιο, κι έτσι, τον πείθουν ότι η Ολίβια είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του, σχεδιάζοντας  ένα ερωτικό γράμμα, γραμμένο από τη Μαρία ( ενώ υποτίθεται ότι το έγραψε η Ολίβια), με το οποίο ζητά από τον Μαλβόλιο να φορά κίτρινες κάλτσες, να φέρεται με αγένεια σε όλο το υπηρετικό προσωπικό και να χαμογελά διαρκώς όποτε παρουσιάζεται η Ολίβια.



Εκείνη σοκάρεται με όλες αυτές τις αλλαγές του Μαλβόλιο και τον αφήνει έρμαιο  στα τεχνάσματα των βασανιστών του, οι οποίοι φθάνουν στο σημείο να τον κλειδώσουν σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, προφασιζόμενοι ότι ο Μαλβόλιο έχει τρελαθεί, ενώ ο γελωτοποιός Φέστε, μεταμφιεσμένος σε ιερέα, τον επισκέπτεται για να χλευάσει την υποτιθέμενη τρέλα του.
 
Στο μεταξύ, ο Σεμπάστιαν, που σώθηκε με την βοήθεια ενός φίλου του, του Αντόνιο, κάνει την εμφάνισή του, κάτι που προσθέτει κι άλλο μπέρδεμα στις κρυμμένες ταυτότητες.
Η Ολίβια, βλέποντας τον Σεμπάστιαν και πιστεύοντας ότι είναι ο Τσεζάριο, του ζητά να την παντρευτεί. Εκείνος δέχεται και παντρεύονται κρυφά σε μια εκκλησία.
Τελικά, όταν εμφανίζονται τα δίδυμα μπροστά στην Ολίβια και τον Ορσίνο, προκαλούν μεγαλύτερη σύγχιση με την ομοιότητά τους.
Σ’ αυτό το σημείο, η Βιόλα αποκαλύπτει την πραγματική της ταυτότητα και λέει ότι ο Σεμπάστιαν είναι ο χαμένος, δίδυμος αδελφός της.
Το έργο τελειώνει με την αναγγελία των γάμων του Δούκα Ορσίνο και της Βιόλα, ενώ οι θεατές μαθαίνουν ότι ο Σερ Τόμπυ παντρεύτηκε την Μαρία.
Ένας έξαλος Μαλβόλιο ορκίζεται να εκδικηθεί τους βασανιστές του, αποχωρώντας αχέρωχα, αλλά ο Ορσίνο στέλνει πίσω του τον Φάμπιαν να τον ηρεμήσει.





Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ
ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ
ΕΛΕΝΗ
Της Dimitra Papanastasopoulou




Η μικρή αυτή ενότητα  φθάνει στο τέλος της, με μια αναφορά στην ωραία Ελένη, την ωραιότερη θνητή της αρχαίας Ελλάδας του μύθου και, ίσως, της Ιστορίας.

Η περίπτωση της Ελένης είναι εντελώς διαφορετική από τις δύο προηγούμενες που εξετάσαμε, της Ιούς και των Δαναϊδων.
Η αιγυπτιακή περίοδος της πολυτάραχης ζωής της βασίλισσας της Σπάρτης, μας παραδίδεται απότ ον Ευριπίδη, στην τραγωδία του «Ελένη», αλλά και από τον Ηρόδοτο. Τα δύο κείμενα παρουσιάζουν μερικά κοινά σημεία, τα οποία θα δούμε:

Και οι δύο συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η κόρη του Τυνδάρεω δεν πάτησε ποτέ το πόδι της στην Τροία, υπογραμμίζοντας ορισμένες ηθικές αρχές, που ισχύουν τόσο για τον ελληνικό, όσο και για τον αιγυπτιακό λαό.
Αντιπαραβάλλοντας το δράμα του Ευριπίδη με την αφήγηση του Ηρόδοτου, συναντούμε δύο συμμετρικά, ως προς το ήθος, πρόσωπα. Στο έργο του Ευριπίδη είναι ο Αιγύπτιος βασιλιάς Θεοκλύμενος, ο οποίος θεωρείται αυθάδης, και στο έργο του Ηρόδοτου τον Έλληνα βασιλιά, και σύζυγο της Ελένης, Μενέλαο.

Στην τραγωδία του Ευριπίδη, η Ελένη, υποταγμένη στη βούληση της θεάς Ήρας που επιδιώκει να εκδικηθεί τον Πάρη, κατοικεί στην Αίγυπτο, όπου έχει φθάσει με έναν μαγικό και θαυματουργό τρόπο. Δυστυχώς για εκείνη, ο βασιλιάς Πρωτέας, που της είχε εξασφαλίσει γενναιόδωρα την προστασία του και σύμφωνα με τα ήθη της φιλοξενίας, πεθαίνει. Ο διάδοχός του, ο γιός του Θεοκλύμενος, μετατρέπει αυτή την ευμενή προστασία σε ερωτική καταδίωξη, προτιθέμενος να παντρευτεί την Ελένη με κάθε θυσία.



Η υπόθεση του δράματος αρχίζει την στιγμή όπου το πλοίο του Μενέλαου, επιστρέφοντας από την Τροία στην Ελλάδα, φθάνει στην αιγυπτιακή ακτή και οι δύο σύζυγοι συναντιούνται μετά από πολλά χρόνια(τα χρόνια του τρωϊκού πολέμου).
Στον δραματικό μύθο του, ο Ευριπίδης μας παρουσιάζει δύο Αιγύπτιους, από τους οποίους φαίνεται να εξαρτάται η τύχη του ζεύγους, δηλαδή, η επιστροφή τους στην Ελλάδα εμποδίζεται από την ερωτική διάθεση του Θεοκλύμενος, τον οποίο βοηθά και η ιέρεια αδελφή του, η Θεονόη.
Η Ελένη ισχυρίζεται ότι ο νέος βασιλιάς θέλει να την κάνει δική του δια της βίας, ενώ σφάζει κάθε Έλληνα που πατά το πόδι του στην Αίγυπτο, υπαινσσόμενη ότι τα ήθη της Αιγύπτου είναι βάρβαρα, ότι ζει σαν δούλα και ότι δεν επιθυμεί για  κανένα λόγο να γίνει σύζυγος του Θεοκλύμενος, ακόμη και πριν την άφιξη του Μενελάου. Και επειδή, δεν έχει τρόπο διαφυγής, σκέπτεται να τερματίσει τη ζωή της...
Ωστόσο, ο Ευριπίδης δεν μας δίνει στοιχεία βαρβαρότητας του Αιγύπτιου βασιλιά, τον παρουσιάζει μόνο σαν έναν ωραίο, νέο και ερωτευμένο ισχυρό άνδρα, μαθημένον να κάνει αυτό που θέλει και επιθυμεί.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η όμορφη Ελένη υπερβάλλει, και έχει τους λόγους της. Έχει στερηθεί τον σύζυγο, την πατρίδα και την οικογένειά της, βρίσκεται σε μια ξένη χώρα, ανάμεσα σε ξένους, και μέσα σ’ όλα αυτά, έγινε αντικείμενο πόθου ενός άνδρα που περιφρονεί.
Ο τραγικός ποιητής δεν συμφωνεί για το βάρβαρο του Αιγυπτίου βασιλιά. Ακόμη και η θανάτωση των Ελλήνων ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της αγωνίας και της επιθυμίας του να έχει μόνον εκείνος την Ελένη, αθωώνοντάς τον «λόγω έρωτος».

Όταν εμφανίζεται ο Μενέλαος και το ζευγάρι ετοιμάζει την απόδρασή του, εκείνη, η Ελένη, αναλαμβάνει να εξαπατήσει με δόλο και ψέμματα τον Θεοκλύμενο, λέγοντάς του ότι, δήθεν, ο Μενέλαος είναι νεκρός και, ως εκ τούτου, ζητά την άδειά του να συνοδεύσει τη σωρό του στην πατρίδα του, για να ταφεί σύμφωνα με τα κρατούντα έθιμα.
Ο Θεοκλύμενος ταράζεται, αν και χαίρεται που εκλίπει ο αντίζηλός του, αλλά φέρεται γενναιόδωρα, ανθρώπινα. Η καλοπιστία του μας εντυπωσιάζει, μάλιστα υπάρχει τρομακτική αντίθεση απέναντι στο δόλο και τα ψέμματα της Ελένης, ιδιαίτερα όταν εκφράζει και την εκτίμηση και την ευχαρίστησή του για την «ευλάβεια» της Ελένης, ένδειξη μιας σπάνιας γυναικείας ηθικής ποιότητας...
Ο ερωτευμένος βασιλιάς προσπαθεί να την πείσει να μη συνοδέψει τη σωρό, φοβούμενος μην παρασυρθεί η αγαπημένη του από τη λύπη και βάλει τέλος στη ζωή της, φθάνει στο σημείο να της πει να μην αφήσει καν τα δάκρυα να μαράνουν την θεσπέσια όψη της.

Ο δόλος αποκαλύπτεται από έναν υπηρέτη που ενημερώνει τον Θεοκλύμενο. Ο έξαλος βασιλιάς στρέφει τη μανία του τώρα στην ιέρεια και μάντισσα αδελφή του, καταλογίζοντάς την την ευθύνη, που δεν τον ενημέρωσε για τούτη την άτιμη πλεκτάνη που τού έστησαν πισώπλατα, κατηγορώντας την και για συνέργια.
Η τολμηρή και ανοιχτή συνομιλία δούλου-αφέντη, με τον δούλο αποφασισμένο να εμποδίσει τον βασιλιά του «να κάνει κάποια τρέλα», είναι αποκαλυπτική. «Εγώ, δηλαδή, είμαι υπήκοος; Δεν είμαι άρχων;» αναρωτιέται ο βασιλιάς, σ’ αυτή την απολύτως ελεύθερη συνομιλία.
Ο Ευριπίδης, επομένως, με τα όσα τον βάζει να κάνει και να λέει, βροντοφωνάζει ότι αυτός ο βασιλιάς, δεν είναι βάρβαρος. Σκοπός του ποιητή μας δεν είναι να καταγγείλει ένα πολιτικό καθεστώς ή μια γυναικεία δολιότητα ή έναν αχρείο χαρακτήρα.
Οι αντιθέσεις που εγγράφονται μέσα στον τραγικό μύθο υπερβαίνουν τα αισθητά όρια της δεδομένης υπόθεσης και των ιστορικών, πολιτισμικών, θρησκευτικών, κοινωνικών ή ψυχολογικών συντεταγμένων της. Έτσι, ο Θεοκλύμενος παίρνει «άφεση» από τον Ευριπίδη, αγνοώντας τις πιθανές αντιρρήσεις της Ελένης.



Ο Ηρόδοτος κατηγορεί τον Μενέλαο για ασέβεια απέναντι στον λαό που τον φιλοξένησε και δεν μπαίνει στον κόπο να τον αποκαταστήσει ηθικά.
Η ηροδοτεια εκδοχή της παραμονής της Ελένης στην Αίγυπτο αντικαθιστά εύλογα την θεϊκή παρέμβαση με την ανθρώπινη πρωτοβουλία ή, με άλα λόγια, το μυθικό στοιχείο του δράματος με το ιστορικό, ρεαλιστικό στοιχείο.
Σ’ αυτή την περίπτωση, μοχλός της περιπέτειας είναι η ηθική στάση του Πρωτέα. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί πως ο Αιγύπτιος βασιλιάς απέπεμψε τον Τρώα πρίγκιπα, τον Πάρη, αφού τον αποστέρησε από τη γυναίκα και τα πλούτη που έφερνε μαζί του από τη Σπάρτη. Και όταν ο Μενέλαος φθάνει, μετά τον πόλεμο, στην Αίγυπτο, βρίσκει σώα και αβλαβή τη γυναίκα και τα πλούτη του. Η φιλογενία που τού προσφέρει ο Πρωτέας είναι γενναιόδωρη και φιλική.
Ωστόσο, ο θρασύς Μενέλαος συνέλαβε και διέπραξε σε βάρος του μια αισχρή πράξη « επιτεχνάται πλήγμα ούχ όσιον». Προκειμένου να εξασφαλίσει από τους θεούς ευνοϊκούς ανέμους για το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα, έσφαξε δύο μικρούς Αιγύπτιους!
Μετά από αυτό το έγκλημα, το οποίο αποκάλυψε την αχαριστία και την ηθική του αφερεγγυότητα, ο Μενέλαος έφυγε από την Αίγυπτο σαν κλέφτης, «μισηθείς και διωκόμενος» από τον λαό που τον είχε φιλοξενήσει.
Ο Ηρόδοτος δεν αναζητεί ούτε επινοεί ελαφρυντικά υπέρ του Μενέλαου, αλλά τον αφήνει ηθικά εκτεθειμένον και πλήρως αδικαιολόγητον.
Η ιστορία παρουσιάζει τα άτομα όπως ακριβώς φαίνονται, μέσα από τις δικές τους πράξεις. Δεν την απασχολεί η διαλεκτική σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ούτε η αμφισημία της τραγικής πράξης.
Για την ιστορία, εκείνο που έχει σημασία είναι τα εξωτερικά περιγράμματα και τα απτά αποτελέσματα των πραγματικών γεγονότων.
Αντίθετα, η τραγική ποίηση προχωρά από το ατομικό στην αλήθεια του καθολικού και από το σαφές και μονοσήμαντο στην πολυπλοκότητα και την αμφισημία της πράξης, δηλαδή, της ίδιας της ύπαρξης, η οποία ορίζεται από τον εαυτό της.