The world I love:my novels, my favorite themes

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Και η αναμονή της Ανάστασης
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Διανύουμε την Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών του Κυρίου. Μια εβδομάδα που σ’ολόκληρη την Ελλάδα ο απλός κόσμος συμμετέει στο Θείο Δράμα, το Δράμα που στοχεύει στη δική του λύτρωση, στη λύτρωση του ανθρώπου. Και πριν φθάσει η Ανάσταση, το Φως και η χαρά, περνάμε από το βάσανο, τη σταύρωση και την ταφή.
Έτσι, ο Επιτάφιος θρήνος, αν και γράφτηκε για να υμνήσει το νεκρό Χριστό, δεν καταλήγει σε απόγνωση, γιατί προβάλλει το θρίαμβο της ζωής, που συμβολίζει το ανέσπερο Φως της Αναστάσεως. Περιέχει τον οραματισμό ενός αισίου τέρματος προς το οποίο οδηγούν τα πολλά αναστάσιμα προανακρούσματα.
Σ’ όλα τα τροπάρια διατυπώνεται μια έννοια προσωρινότητας στην ταφή του Χριστού, ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, αν και οι στίχοι των εγκωμίων είναι θρηνητικοί, προεορτάζεται η Ανάσταση.
Ο Επιτάφιος θρήνος είναι εκτός των άλλων, ο θρήνος της Μάνας όλου του κόσμου, η οποία σπαράζει βλέποντας το μοναχογιό της να σταυρώνεται, να ματώνει και να πεθαίνει. Για τον ορθόδοξο κόσμο η Παναγία δεν είναι ένα απόμακρο πλάσμα, αλλά η Μητέρα που κλείνει τους πάντες στην αγκαλιά της, που βοηθά, συμπονεί, θεραπεύει, γι’ αυτό καταφεύγουν σ’ αυτή σε κάθε σύσκολη στιγμή. Τούτες τις μέρες ο κόσμος στρέφει τα μάτια και την καρδιά του στην δική της απόγνωση και η λαϊκή μούσα, δίπλα στην εκκλησιαστική, αναπαράγει τον πόνο και τον θρήνο της, δημιουργεί με ανθρωποκεντρική υπερβολή το συγκλονιστικό «Μοιρολόϊ της Παναγίας».

Το ευρύτατα διαδεδομένο σ’ ολόκληρο τον ελληνικό χώρο Μοιρολόι ή Καταλόι της Παναγιάς είναι ένα μεσαιωνικό, μακροσκελέστατο και  ομοιοκατάληκτο στιχούργημα  λόγιας προέλευσης, με πολύ πλατιά λαϊκή αποδοχή, επηρεασμένο από τις σχετικές περικοπές των Ευαγγελίων και την υμνογραφία της Εκκλησίας. αποτελεί ένανανθρωποκεντρικό αφηγηματικό θρήνο για τη μαρτυρική πορεία του.
Τραγουδισμένο από γυναίκες, γύρω από τον «τάφο» του Χριστού, κατά το ήθος και το ύφος των κοσμικών μοιρολογιών, εκφράζει τη συμπόνοια, την ταύτισή τους με τη μητρική, ανθρώπινη πλευρά της Παναγιάς.
Αν και υπάρχουν κατά τόπους διαφορές, σε επί μέρους στοιχεία του τραγουδιού ή στη μελωδική του εκφορά, η δομή και η φόρμα του Μοιρολογιού καθώς και η λειτουργία του παρουσιάζουν εντυπωσιακές ομοιότητες από την Κάτω Ιταλία μέχρι τον Πόντο και την Κύπρο.
Οι στίχοι του Κώστα Βάρναλη, μελοποιημένοι από τον Λουκά Θάνου και αποδοσμένοι από τον Ξυλούρη, κινούνται ακριβώς σ’ αυτό το πνεύμα.
«Πού να σε κρύψω γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί,
σε ποιό νησί του ωκεανού, σε ποιά κορφή ερημική.
Δεν θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις,
ξέρω πως θα ‘χεις την καρδιά, τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μεσ’ τα βρόχια της οργής, ταχιά, ταχιά θε να σπαράξεις.

Συ θα’χεις μάτια γαλάνά, θα’χεις κορμάκι τρυφερό,
Θα σε φυλάω από ματιά κακή, και από κακό καιρό.
Από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης,
δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό,
εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης.

Κι αν κάποτε τα φρένα σου, το δίκιο φως της αστραπής,
κι αν η αλήθεια σου ζητήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν,
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή απ’ την αλήθεια της σιωπής,
χίλιες φορές να γεννηθείς,
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν.









Τρίτη 26 Απριλίου 2016

Η ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou






Η σημερινή ημέρα είναι μία από τις λαοφιλείς της  Μεγάλης Εβδομάδας που διανύουμε. Ο λόγος είναι το περίφημο τροπάριο «της Κασσιανής» που ψάλλεται στην απογευματινή λειτουργία του Νυμφίου.
Ας γνωρίσουμε, λοιπόν, αυτή την υπέροχη γυναίκα που πολλοί θεώρησαν θύμα της εποχής της, αλλά εγώ επιμένω ότι πρόκειται για μια ανεξάρτητη γυναίκα με γνώση, που επέλεξε να μην την κρύψει, να μη παραστήσει ότι είναι κάποια άλλη. Αυτή της η απόφαση μπορεί να της στέρησε το στέμμα της Αυτοκράτιας του Βυζαντίου, που θα την άφηνε άσημη, να φαίρεται απλά ως η σύζυγος του Θεοφίλου, αλλά της χάρισε την αιωνιότητα με την αναγόρευσή της ως Οσία και με τα μελωδικά τροπάρια που συνέθεσε και μελοποίησε, ζώντας αποτραβηγμένη σε μοναστήρι.

Η Κασσιανή ή Κασσία ή Εικασία γεννήθηκε ανάμεσα στο 805 και 810 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε στην Κάσο περί το 890, αφού ταξίδεψε στην Ιταλία και στην Κρήτη. Ο πατέρας της ήταν μέλος επιφανούς φεουδαρχικής οικογένειας και φέρεται να του είχε απονεμηθεί ο τίτλος του Κανδιδάτου στην αυτοκρατορική αυλή.
Η ζωή και το έργο της καλύπτονται από ασάφειες. Αρχικά, το όνομά της, το οποίο απαντάται στις πηγές με τις αναφερόμενες παραλλαγές. Το πρώτο, Κασσιανή, ίσως να προέκυψε επειδή το όνομά της δεν ήταν συνηθισμένο και της δόθηκε ως καλογερικό το γνωστό Κασσιανός. Το δεύτερο, Κασ(σ)ί)α, χρησιμοποιείται από την ίδια στην ακροστιχίδα του μοναδικού σωζόμενου κανόνα της. Τέλος η παραλλαγή Εικασία (ή Ικασία), προέκυψαν από λάθος ενός αντιγραφέα που προσέθεσε το «ΕΙ» ή το «Ι».

Πρώτος βυζαντινός χρονογράφος που παρέχει στοιχεία για τη ζωή της είναι ο Συμεών ο Μάγιστρος, τον οποίο και ακολουθούν πολλοί άλλοι μεταξύ των οποίων ο Λέων ο Γραμματικός, ο Ιωάννης Ζωναράς, ο Γεώργιος Αμαρωλός κ.ά. Σύμφωνα με αυτούς η Κασσιανή ήταν ωραιότατη, σεμνή,αγνή, σοφή, παρθένο, φιλοσοφούσα και τω θεώ μένον ζώσαν, είχε αρχοντική καταγωγή, ενώ είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τα γράμματα.
Ο Κρουμπάχερ, ο οποίος θεωρείται πατέρας της ιστορίας της βυζαντινής λογοτεχνίας,, γράφει για την Κασσιανή: «Η Κασσιανή υπήρξε η μόνη αξιομνημόνευτη βυζαντινή ποιήτρια. Προσωπικότητα ενδιαφέρουσα και σαν άτομο και σαν λογοτέχνης. Παρουσιάζεται στη ζωή της με απλότητα, αξιοπρέπεια και θάρρος στο να διατυπώνει τις απόψεις της. Ήταν άλλωστε πολύ μορφωμένη».
Ήταν, άλλωστε, αυτά τα χαρίσματα που ώθησαν την Ευφροσύνη, μητριά του Θεόφιλου, να την περιλάβει ως υποψήφια νύφη του γιού της.
Τρεις από τους παραπάνω χρονικογράφους επιβεβαιώνουν ότι η Κασσιανή έλαβε μέρος στην τελετή επιλογή νύφης  για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Η τελετή της επιλογής τοποθετείται χρονικά ή στο 821 ή στο 830, κατά την οποία ο αυτοκράτορας επέλεγε τη σύζυγο της αρεσκείας του δίνοντας της ένα χρυσό μήλο.

Σύμφωνα με την παράδοση, θαμπωμένος από την ομορφιά της Κασσιανής, ο νεαρός αυτοκράτορας την πλησίασε και της είπε:  «ς ρα διά γυναικός ἐῤῥρύη τ φαλα» (Από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα κακά), αναφερόμενος στην αμαρτία και τις συμφορές που προέκυψαν από την Εύα.
Η Κασσιανή, ετοιμόλογη, του απάντησε: «λλά κα διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω» (Και από μία γυναίκα ήρθαν στον κόσμο τα καλά), αναφερόμενη στην ελπίδα της σωτηρίας από την ενσάρκωση του Χριστού μέσω της Παναγίας.




Λέγεται ότι ο εγωισμός του Θεόφιλου τραυματίστηκε, απέρριψε την Κασσιανή και επέλεξε τη Θεοδώρα από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας για σύζυγό του. Ωστόσο, ο διάλογος αυτός δεν είναι πρωτότυπος ενώ και η σκηνή είναι μάλλον μύθος. Ο διάλογος ευρίσκεται σε λόγο Εις τον Ευαγγελισμόν της Θεοτόκου που αποδίδεται στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ή τον Γρηγόριο τον Θαυματουργό, αλλά ίσως και να προέρχεται από τον Πρόκλο Κωνσταντινουπόλεως.
Κατ’ άλλους, οι διηγήσεις του επεισοδίου εμφανίζονται 100 περίπου χρόνια αργότερα από την εποχή που έζησε η Κασσιανή, το διήγημα περιέχει μοτίβα από την περιοχή του μύθου και της μεταγενέστερης δημώδους παράδοσης, η οποία δημιουργήθηκε σταδιακά μέσα στους εικονολατρικούς κύκλους, ως αντίδραση ενάντια στο μεροληπτικό εγκώμιο της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.

Η Κασσιανή,πάντως, όταν έχασε το θρόνο, υπερασπιζόμενη ουσιαστικά την Παναγία, πήγε σε μοναστήρι και αφοσιώθηκε στο Χριστό.
Οι επόμενες πληροφορίες που σώζονται για εκείνη είναι ότι το 843 ίδρυσε ένα κοινόβιο στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης, κοντά στα τείχη της πόλης, του οποίου έγινε και η πρώτη ηγουμένη. 
Αν και πολλοί ερευνητές αποδίδουν την επιλογή της αυτή στην αποτυχία της να γίνει αυτοκράτειρα, μία επιστολή του Θεόδωρου του Στουδίτου αποδίδει διαφορετικά κίνητρα στην ενέργεια της αυτή. Η Κασσιανή διατηρούσε στενή σχέση με τη γειτονική Μονή Στουδίου, η οποία έμελλε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην επανέκδοση βυζαντινών λειτουργικών βιβλίων τον 9ο και το 10ο αιώνα, με αποτέλεσμα τη διάσωση των έργων της.
Στο μοναχικό βίο της, στο μοναστήρι που η ίδια ίδρυσε, είχε την ευκαιρία να καλλιεργήσει το ποιητικό της ταλέντο και να δημιουργήσει θαυμάσιους εκκλησιαστικούς ύμνους. Αναδείχθηκε με την πίστη της, με την ασκητική της ζωή και το Θείο Χάρισμα της ποίησης, αθάνατη υμνωδός της εκκλησίας. Κατά τις ώρες της προσευχής και της κατάνυξης εμπνεύστηκε θαυμάσιους εκκλησιαστικούς ύμνους, τροπάρια ιδιόμελα και ειρμούς.

Η Κασσιανή είναι μία από τους πρώτους μεσαιωνικούς συνθέτες τα έργα των οποίων σώζονται αλλά και μπορούν να ερμηνευτούν από σύγχρονους ειδικούς και μουσικούς. Περίπου 50 από τους ύμνους έχουν διασωθεί και 23 από αυτούς περιλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο ακριβής αριθμός τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί, καθώς πολλοί ύμνοι αποδίδονται σε διαφορετικά πρόσωπα, σε διάφορα χειρόγραφα, ενώ το φαινόμενο να μη σώζεται το όνομα του υμνογράφου είναι πολύ συχνό.
Επιπλέον, σώζονται 789 μη λειτουργικοί της στίχοι. Πρόκειται κυρίως για «γνωμικά», όπως για παράδειγμα το παρακάτω:
«Απεχθάνομαι τον πλούσιο άντρα που γκρινιάζει σαν να ήταν φτωχός.»

Στη συνέχεια η Κασσιανή εξαφανίζεται από το ιστορικό προσκήνιο, αν και καμιά βυζαντινή ή άλλη πηγή, κοσμική ή εκκλησιαστική δεν μας πληροφορεί αν εξορίστηκε από τους εικονομάχους ή τους εικονόφιλους αυτοκράτορες.




Το πιο γνωστό της τροπάριο είναι αυτό στο οποίο αναφέρεται στην ανώνυμη αμαρτωλή του Ευαγγελίου, το «Τροπάριο της Κασσιανής».
Η αμαρτωλή εκείνη γυναίκα που αφού την έσωσε από το λιθοβολισμό ο Χριστός της είπε: «πορεύου και από του νυν μηκέτι αμάρτανε» συνάντησε το Χριστό στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου. Είναι πια σεμνή και ηθική και πλησιάζει το Χριστό μ’ ευγνωμοσύνη, πλένει τα πόδια του με μύρο και με δάκρυα και τα σκουπίζει με τα ξέμπλεκα μαλλιά της, κλαίγοντας και ζητώντας θεϊκό έλεος.
Αυτό το κομμάτι του ευαγγελίου, αυτή η απλή και συγχρόνως πολύπλευρα βαθιά περιγραφή, συγκλόνισε την Κασσιανή και δημιούργησε αυτό το αριστούργημα.
Επιστρέφοντας στα της παράδοσης, ο Θεόφιλος, παρόλη την επιλογή του παρέμεινε ερωτευμένος με την Κασσιανή σε όλη του τη ζωή. Επιθυμώντας να την δει για  τελευταία φορά πριν πεθάνει, πήγε στο μοναστήρι όπου εμόναζε.
Η Κασσιανή, μόνη στο κελί της γράφει το τροπάριο,  όταν αντιλαμβάνεται την άφιξη της αυτοκρατορικής ακολουθίας. Για να αποφύγει τη συνάντηση, που προφανώς θα την τάραζε συναισθηματικά, άφησε το κελί της και κρύφτηκε μέσα σ’ ένα ντουλάπι, αφήνοντας το μισοτελειωμένο τροπάριο πάνω στο μικρό της τραπέζι.
Ο Θεόφιλος ανακάλυψε το κελί και μπήκε σε αυτό ολομόναχος. Ο αυτοκράτορας έκλαψε, μετανοιώνοντας για εκείνη τη μοιραία στιγμή υπερηφάνειας, εξ αιτίας της οποίας έχασε μία τόσο όμορφη και έξυπνη γυναίκα. Στη συνέχεια είδε τα χειρόγραφα της Κασσιανής επάνω στο τραπέζι,  τα διάβασε και αποφάσισε να προσθέσει κι εκείνος έναν στίχο. Αντελήφθηκε την κρυμένη Κασσιανή, σεβάστηκε την επιθυμία της και έγραψε:
 «ν ν τ παραδείσ Εα τ δειλινόν, κρότον τος σν χηθεσα, τ φόβ κρύβη».

Η Κασσιανή βγήκε από το ντουλάπι μετά την απομάκρυνση του Θεόφιλου, διάβασε την προσθήκη του και στη συνέχεια ολοκλήρωσε τον υπέροχο ύμνο.

Κριε, ν πολλαίς μαρταις  περιπεσοσα γυν,
(Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες)
  
τν σν ασθομνη θετητα, μυροφρου ναλαβοσα τξιν,
(σαν ένοιωσε τη θεότητά σου έγινε μυροφόρα)
  
δυρομνη, μρα σοι, πρ το νταφιασμο κομζει. 
(και σε άλειψε μυρωδικά πριν τον ενταφιασμό σου)
  
Ομοι! λγουσα, τι νξ μοι πρχει, οστρος κολασας,
(κι έλεγε οδυρόμενη: αλίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη)
  
ζοφδης τε κα σληνος ρως τς μαρτας.
(και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας).
  
Δξαι μου τς πηγς τν δακρων,
(Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων)
 
νεφλαις διεξγων τς θαλσσης τ δωρ·
(εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας).
  
κμφθητ μοι πρς τος στεναγμος τς καρδας,
(Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου)
 
κλνας τος ορανος τ φτ σου κενσει.
(εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γη).
  
Καταφιλσω τος χρντους σου πδας,
(Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου)
  
ποσμξω τοτους δ πλιν τος τς κεφαλς μου βοστρχοις·
(και θα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου)
  
ν ν τ παραδεσ Εα τ δειλινν,
(αυτά τα ποδάρια που εσαν η Εύα κατά το δειλινό)
 
κρτον τος σν χηθεσα, τ φβ κρβη.
(τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε).
  
μαρτιν μου τ πλθη κα κριμτων σου βσσους,
(Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο)
  
τς ξιχνισει, ψυχοσστα Σωτρ μου;
(ποιός μπορεί να τα εξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;)
  
Μ με τν σν δολην παρδς, μτρητον χων τ λεος.
(Μην καταφρονέσεις τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος).