The world I love:my novels, my favorite themes

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

ΓΕΡΑΝΔΟΣ ΜΕΡΚΑΤΟΡ

ΓΕΡΑΡΔΟΣ ΜΕΡΚΑΤΟΡ (1512-1594)
Ο χαρτογράφος του κόσμου
Της Dimitra Papanastasopoulou





 Φίλες και φίλοι,


Ο λόγος είναι για τον Φλαμανδό χαρτογράφο και κοσμογράφο, ο οποίος θεμελίωσε την σύγχρονη χαρτογραφία.
Η σημαντικότερη επινόησή του είναι ένας χάρτης που αργότερα έγινε γνωστός ως μερκατορική προβολή, επί του οποίου οι παράλληλοι κύκλοι και οι μεσημβρινοί, παριστάνονται με τις, γνωστές πλέον σε μας, ευθείες γραμμές σε αποστάσεις τέτοιες μεταξύ τους, ώστε να διατηρείται ακριβής, σε κάθε σημείο, η αναλογία του γεωγραφικού πλάτους προς το μήκος. Επίσης, σε έναν χάρτη που δημοσίευσε το 1569 απεικονίζει πορείες ναυσιπλοϊας, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τον κλάδο της χαρτογραφίας. Τέλος, είναι αυτός που χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «άτλας» για μια συλλογή χαρτών.





Ο Γεράρδος Ντε Κρέμερ (Gerard de Kremer) όπως είναι το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Ρούπελμοντε της Φλάνδρας(σήμερα ανήκει στο Βέλγιο), ένα μικρό λιμάνι κοντά στην Αμβέρσα, από οικογένεια μεταναστών από τη Γερμανία. Στην εποχή του επικρατούσε μεταξύ των διανοουμένων να εξελληνίζουν τα ονόματά τους, και ο Χέραρντ ντε Κρέμερ έγινε Γεράρδος Μερκάτωρ ( αργότερα επικράτησε το Μερκάτορ). Κατ΄άλλους, το Μερκάτορ δεν είναι παρά η εκλατινισμένη μορφή του πραγματικού του ονόματος και σημαίνει έμπορος.
Το 1532 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο της Λουβέν, όπου σπούδασε ανθρωπιστκές και φιλοσοφικές επιστήμες. Τον ενδιέφερε όμως και η γεωγραφία, την οποία διδάχτηκε από τον Γκέμα Φρίζιους- έναν μαθηματικό, γιατρό και αστρονόμο, διαπρεπή στις Κάτω Χώρες. Ο Φρίζιους τον δίδαξε επίσης μαθηματικά και αστρονομία.
Σε συνεργασία με τον Γκέμα Φρίζιους και τον Γκάσπαρ φαν ντερ Χέϊντεν, χαράκτη και χρυσοχόο, στο εργαστήριο του οποίου εσύχναζε, στα 1535-1536 κατασκεύασαν μια υδρόγειο σφαίρα, αν και στο συγκεκριμένο πόνημα, ο Μερκάτορ ασχολήθηκε περισσότερο με την εγχάραξη στοιχείων. Μέχρι τότε ο χαρτογράφοι χρησιμοποιούσαν παχείς γοτθικούς χαρακτήρες που περιόριζαν πολύ τον διαθέσιμο χώρο για την αναγραφή πληροφοριών. Ο Μερκάτορ αντελήφθηκε την καταλληλότητα των πλαγίων γραμματοσειρών (Italics), ασκήθηκε  στην χρήση τους, τη χρησιμοποίησε πρώτος απ’ όλους και, μάλιστα, εξέδωσε ένα εγχειρίδιο για τη χρήση τους- το πρώτο του είδους του σε όλη την βόρεια Ευρώπη.
Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Νίκολας Κρέϊν, βιογράφου του Μερκάτορ:      «Ενώ κάποιος άλλος χαρτογράφος είχε καταφέρει να χωρέσει πενήντα αμερικανικές τοποθεσίες σε έναν επιτοίχιο χάρτη, μεγέθους όσο το άνοιγμα των χεριών ενός ψηλού άντρα, ο Μερκάτορ μπόρεσε να συμπεριλάβει εξήντα τοποθεσίες πάνω σε μια σφαίρα με διάμετρο δύο σπιθαμές!»

Ο πρώτος δικός του χάρτης ήταν των Αγίων Τόπων(1537). Μέχρι τότε οι χάρτες που αναπαριστούσαν τους Αγίους Τόπους ήταν φοβερά ανακριβείς. Ο Μερκάτορ προσδιόρισε 400 τοπωνύμια και έδειξε την πορεία των Εβραίων στην έρημο. Η ακρίβειά του κέρδισε τον θαυμασμό πολλών και εντυπωσίασε περισσότερους.
Ακολούθησε ένας παγκόσμιος(1538) σε διπλή καρδιόσχημη προβολή και ένας της Φλάνδρας (1540).  Η φήμη του ως σπουδαίος γεωγράφος αρχίζει να αναπτύσσεται, αλλά διακόπτεται απότομα τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν διώκεται ως αιρετικός και φυλακίζεται με άλλα 39 ή 42 άτομα, ενώ η περιουσία του κατάσχεται. Δύο άνθρωποι καταδικάζονται σε θάνατο στην πυρά, ένας αποκεφαλίζεται και δύο γυναίκες θάβονται ζωντανές. Ο ίδιος, μετά από επτάμηνη φυλάκιση κα με μεσολάβηση των ανθρώπων του πανεπιστημίου αποφυλακίζεται, οι κατηγορίες αποσύρονται και συνεχίζει το επιστημονικό του έργο. 



Ο Γουλιέλμος, δούκας των Γιούλιχ-Κλέβ-Μπέργκ, προτίθεται να ιδρύσει πανεπιστήμιο στην, σπουδαία τότε, πόλη Ντούϊσμπεργκ της Κλέβ και ο Μερκάτορ μετακομίζει το 1552,προσδοκώντας μια έδρα στο νέο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, για να ζήσει, άνοιξε ένα χαρτογραφικό εργαστήριο και πουλούσε χάρτες, ενώ παράλληλα δίδασκε μαθηματικά στο κολλέγιο της πόλης. Από το εργαστήριό του προήλθε ένας εξάπτυχος χάρτης της Ευρώπης το 1554 και δέκα χρόνια αργότερα διορίζεται Αυλικός Κοσμογράφος από τον δούκα Γουλιέλμο. Η φήμη του έχει εξαπλωθεί.
Αυτή την εποχή τελειοποίησε την κυλινδρική προβολή που επέτρεψε στους ναυτικούς να χαράζουν πορείες μεγάλων αποστάσεων, σύροντας ευθείες γραμμές χωρίς να χρειάζεται να διορθώνουν συνεχώς τις ενδείξεις της πυξίδας(μερκατορική προβολή).
Δημοσίευσε μια σειρά έργων με σκοπό την πραγματοποίηση ενός παλιού σχεδίου γαι την περιγραφή της δημιουργίας του κόσμου και της ιστορίας του, τον «Άτλαντα», όπως εξακολουθεί ως τις μέρες μας να ονομάζεται μια συλλογή χαρτών.
Συνέχισε να δημιουργεί χάρτες( Γαλλίας, Γερμανίας, Κάτω Χωρών, Σκλαβονίας-σημερινά Βαλκάνια- Ελλάδας, Βρετανικών Νήσων).



Από το 1590 άρχισε η περιπέτεια της υγείας του με μια σειρά εγκεφαλκών επεισοδίων, που τού στέρησαν την ομιλία και άφησαν παράλυτη την δεξιά του πλευρά,  για να καταλήξει τον Δεκέμβριο του 1594, χωρίς να εγκαταλείψει ποτέ το Ντούϊσμποργκ. Η παρακαταθήκη που μας άφησε έχει τεράστια σημασία. Το έργο του συνέχισε και εμπλούτισε ο γιός του Ρούμολντ.


 

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ
Της Dimitra Papanastasopoulou





Φίλες και φίλοι,

Οι μύθοι που εξετάσαμε στις προηγούμενες αναρτήσεις  ήταν αρχικά μύθοι
ηρωικοί που εξιστοστορούσαν  τις παράτολμες περιπέτειες ανθρώπων, οι οποίες (προσπάθειες) ξέφευγαν από τα συνηθισμένα.
Ο,τι πέρασαν και ό,τι όριζαν ανήκε σ’ έναν κόσμο υπερφυσικό, με τον οποίο οι θνητοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να ταυτιστούν, ούτε στο ελάχιστο. Γι’ αυτό, οι μυθολόγοι, οι ποιητές και οι φιλόσοφοι πάσχιζαν ανέκαθεν να ανθρωποποιήσουν τους μύθους, να τους φέρουν πιο κοντά στην ανθρώπινη περιπέτεια  και την καθημερινή τους εμπειρία, τονίζοντας την φυσιοκρατική διάσταση ή το συμβολικό τους νόημα.

Υπάρχει, όμως, και μια άλλη διήγηση, θαυμαστή και ασύγκριτη που ιστορεί τις περιπέτειες της ψυχής με την παρεμβολή ενός ποιητικού μύθου που έχει αλληγορική σημασία.Αυτός ο μύθος μας παραδίδεται από τον Απουλήιο, έναν Λατίνο συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αιώνα στο εκτεταμένο έργο του «Ο Χρυσός Γάϊδαρος» ή «οι μεταμορφώσεις».  Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο κεντρικός ήρωας, ένας άνθρωπος μεταμορφωμένος σε γάϊδαρο, θύμα των πλέον ευτράπελων και εξόφθαλμα συμβολικών περιπετειών, ακούει από το στόμα μιας γριάς θεραπαινίδας την ιστορία αγάπης του Έρωτα και της Ψυχής.
Η Ψυχή ήταν κόρη βασιλιά και είχε δύο αδελφές∙ ήταν, όμως, η ομορφότερη. Τόσο ωραία και εκθαμβωτική, ώστε οι μνηστήρες κατέφθαναν από όλο τον κόσμο για να την θαυμάσουν.Μόλις την αντίκρυζαν, παρέλυαν, σκεπτόμενοι ότι δεν είχαν καμία πιθανότητα να τους διαλέξει η πεντάμορφη. Και κανείς δεν τολμούσε να τη ζητήσει σε γάμο.
Ο δυστυχής πατέρας τραβούσε τα μαλλιά του από απελπισία και κατέληξε να πάει στο μαντείο των Δελφών και να συμβουλευτεί τον Απόλλωνα. Αλλά, όσα του είπαν του έφεραν μεγαλύτερη απελπισία:

«Θα αφήσεις την κόρη στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου, λαμπρά στολισμένη για υμέναιο θανάτου. Γαμπρό θνητό να κάνεις μην ελπίζεις, μόνο ένα τέρας τρομερό, σκληρό και αδυσώπητο που, καθώς φτερουγίζει στους αιθέρες, σπέρνει την ταραχή όπου πάει, φέρνει παντού σίδερο και φωτιά, κάνει τον ίδιο τον Δία στη θέα του να τρέμει, είναι των θεών το φόβητρο, τόσο που η Στύγα ακόμη, ο ερεβώδης ποταμός, μπροστά του φρικιά και αποτραβιέται».

Ο βασιλιάς/πατέρας δεν είχε επιλογές και αποφάσισε να υπακούσει. Η θυγατέρα του ντύθηκε με τη βοήθεια της μητέρας της και οδηγήθηκε στον μοιραίο βράχο, όπου έμεινε μόνη της. Η Ψυχή, ενήμερη για τον άθλιο χρησμό, περίμενε το τέρας, αλλά κανείς δεν φάνηκε. Ένοιωσε μόνο μια ανάλαφρη αύρα να τη σηκώνει στον αέρα, πάνω από το μακρύ τείχος των βράχων και να την απιθώνει σε μια σκιερή κοιλάδα, όπου βρισκόταν ένα θεσπέσιο παλάτι.
Η Ψυχή κοιτούσε απορημένη, θαυμάζοντάς το. Ποιός θεός μπορούσε να κατοικεί εκεί; Μπήκε μέσα, αλλά οι αίθουσες ήταν έρημες. Μια φωνή από το πουθενά ψιθύρισε στο αυτί της:
«Τούτο το παλάτι είναι δικό σου. Η κάμαρά σου σε περιμένει. Όλες οι επιθυμίες σου θα εισακουστούν. Δεν έχεις παρά να διατάξεις κι εγώ θα τις εκτελέσω».
Όσο προχωρεί η Ψυχή μέσα στο παλάτι, οι πόρτες ανοίγουν, ενώ μια γλυκειά μουσική ακούγεται παντού. Βρίσκει την κάμαρά της και υποθέτει ότι το τέρας θα την επισκεφθεί εκεί. Αναριγά, φοβάται και αγωνιά, καθώς δεν γνωρίζει τι μέλλει γενέσθαι...
Όταν νυχτώνει, η Ψυχή νοιώθει πάνω της το βάρος ενός αόρατου όντος. Ενώνεται ερωτικά μαζί του και εκείνο της λέει πριν φύγει:
«Κάθε βράδυ θα έρχομαι και κάθε αυγή θα φεύγω.  Μην προσπαθήσεις ποτέ να μάθεις ποιός είμαι, ποτέ μην προσπαθήσεις να με δεις. Ποτέ μην προσπαθήσεις να δεις τους γονείς και τις αδελφές σου, γιατί τότε η δυστυχία και ο χαλασμός θα μας χωρίσουν για πάντα».
Πέρασε καιρός. Κάθε βράδυ ο αόρατος εραστής εμφανιζόταν για να εξαφανιστεί την αυγή. Η Ψυχή μαράζωνε στην χρυσή φυλακή της, μέχρι που μια νύχτα κατάφερε να του αποσπάσει την υπόσχεση να την αφήσει να ξαναδεί τις αδελφές της.
Όταν, όμως, εκείνες είδαν που έμενε, η ζήλεια τις κατάφαγε. Χάρη στις πονηρές τους ερωτήσεις κατάλαβαν ότι η όμορφη Ψυχή έκρυβε ένα μυστήριο. Μαθαίνοντας ότι περίμενε το παιδί του, της είπαν:
«Εμείς σ΄αγαπούμε και δεν σου κρύβουμε τις σκέψεις μας. Εσύ, όμως, καλύπτεις ένα μυστικό. Πρέπει να μάθεις ποιός είναι ο πατέρας του παιδιού σου. Να προσπαθήσεις με το φως του λυχναριού να δεις το πρόσωπό του. Κι, αν είναι το τέρας που περίμενες, σκότωσέ το μόλις κοιμηθεί».
Η αθώα Ψυχή τις πίστεψε και ακολούθησε τις συμβουλές τους. Αντί, όμως, για το τέρας που περίμενε τρέμοντας να αντικρύσει, είδε το ωραιότερο πλάσμα του κόσμου.




«Η Ψυχή θαυμάζει τούτο το εκθαμβωτικό κεφάλι, την πλούσια κόμη από όπου ρέει η αμβροσία, τον κάτασπρο σαν γάλα λαιμό, τα άλικα μάγουλα, τους ανακατεμένους βοστρύχους που πέφτουεν ανέμελα άλλοι στο μέτωπο και άλλοι πίσω. Η λάμψη τους είναι τόσο εκτυφλωτική που κάνει ακόμη και το φως του λυχναριού να τρεμοπαίζει. Στους ώμους του φτερωτού θεού αστραφτοβολούν οι τριανταφυλλιές φτερούγες και, αν και αναπαύονται, τα ανάλφρα πούπουλα στις άκρες τους σαλεύουν με ένα ηδονικό σκίρτημα. Το υπόλοιπο κορμί είναι λείο και εράσμιο. Κοντολογίς, η Αφροδίτη πρέπει να καμαρώνει που τον έφερε στον κόσμο. Στα πόδια του κρεβατιού είανι ακουμπισμένα ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη, τα αγαπημένα όπλα του κραταιού Θεού».

Η Ψυχή κοιτά τον πανέμορφο σύζυγό της, τον Έρωτα, και δεν μπορί να πάρει τα μάτια της από  πάνω του. Ξεχνιέται, μέχρι που μια σταγόνα λάδι τρέχει από το λυχνάρι πάνω στο σώμα του κι εκείνος ξυπνά. Προδομένος, ξεγυμνωμένος, φτερουγίζει ευθύς και χάνεται.
Από εκείνη την ημέρα άρχισαν οι περιπλανήσεις της Ψυχής για να τον βρει.
Η Αφροδίτη είχε διατάξει τον Έρωτα να σαϊτέψει την Ψυχή, ώστε να ερωτευτεί ένα τέρας, αλλά εκείνος την παράκουσε- ερωτεύτηκε την Ψυχή μόλις την είδε. Τώρα, όμως, έπρεπε να φύγει. Η Αφροδίτη, χολωμένη, καταδιώκει την Ψυχή, που καταφέρνει να την πλησιάσει και να την παρακαλέσει. Η Αφροδίτη την έκανε δούλα της, αναγκάζοντάς την να κάνει τις χειρότερες και πιο επικίνδυνες δουλειές- ο κατήφορος της Ψυχής όταν μένει προσκολλημένη στα επίγεια αγαθά, έρμαιο της περιέργειας, που παραβιάζει τη θέληση των θεών.
Η πρώτη δουλειά ήταν να ξεδιαλέξει χιλιάδες σπόρους που γέμιζαν ένα τεράστιο πιάτο, να τους χωρίσει κατά είδος. Αν τα μηρμύγκια δεν την βοηθούσαν δεν θα τα κατάφερνε ποτέ.
Ύστερα έπρεπε να φέρει λίγο χρυσό μαλλί από μια ποικιλία προβάτων. Ήταν η σειρά των καλαμιών να τη βοηθήσουν, συμβουλεύοντάς την με ποιό τρόπο θα το έπαιρνε χωρίς κίνδυνο.
Τρίτη δοκιμασία ήταν να φέρει νερό από τη Στύγα, τον υποχθόνιο ποταμό, του οποίου οι πηγές βρίσκονταν κοντά σ’ έναν απόκρημνο βράχο, που τον φύλαγαν δράκοντες. Κι αυτή τη φορά ήταν ο αητός του Δία που τη λυπήθηκε και της το έφερε εκείνος, ενώ η Ψυχή ήθελε να τα παρατήσει.
Η Αφροδίτη, αμείλικτη, αντιλαμβανόμενη ότι η Ψυχή έχει τη βοήθεια των θεών, της έδωσε την τρομερότερη δοκμασία. Να πάει στον Άδη και να της φέρει μια αλοιφή από την Περσεφόνη.  Η Ψυχή ήταν απελπισμένη, φοβούμενη ότι, ακόμη κι αν κατάφερνε να πάει στο βασίλειο του σκότους, δεν θα μπορούσε ποτέ να γυρίσει πίσω ζωντανή. Γι’ αυτό αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Ανέβηκε σ΄έναν πύργο με σκοπό να γκρεμιστεί από το ψηλότερο σημείο του. Αλλά, ω του θαύματος, ο ίδιος ο πύργος τη βοήθησε, εξηγώντας της πώς θα κατέβαινε στον Άδη, εξουδετερώνοντας όλα τα τέρατα που θα την εμπόδιζαν.
Η Ψυχή για άλλη μια φορά τα κατάφερε, και για άλλη μια φορά η περιέργεια φούντωσε, Ήθελε να ανοίξει το κουτί και να δει την αλοιφή. Ένας μοιραίος ύπνος την κυρίευσε και σωριάστηκε κάτω, ξέπνοη.




Ο ερωτευμένος Έρωτας την έψαχνε. Τη βρήκε κατάχαμα, είδε το κουτί και κατάλαβε. Έφυγε τρέχοντας να βρει τον Ύπνο και να τον ξανακλείσει στο κουτί. Όταν το κατάφερε, η Ψυχή συνήλθε και αντίκρυσε τον Έρωτα. Κι εκείνος, έτρεξε στον Δία να του ζητήσει να τον αφήσει να ζήσει με την Ψυχή.

Ο άνθρωπος αποζητά πάντοτε το θεϊκό κομμάτι που κρύβεται μέσα του, εκείνο το κομμάτι που έχασε από την περιέργειά του, από την παραβίαση των κανόνων της θέλησης του θεού. Έτσι περιγράφουν οι μύθοι την περιπέτεια του ανθρώπου, που καθηλωμένος από δικό του σφάλμα στη γη, με την αθάνατη ψυχή του φυλακισμένη, θα χρειάζεται πάντοτε να υπερνικά τις δοκιμασίες που θα βρίσκει στο διάβα της ζωής του, ώστε να καταφέρει να εξαγνιστεί.
Μόνο μαθαίνοντας να νικά τον εαυτό του, μπορεί ο άνθρωπος να ελπίζει ότι στο τέλος θα νικήσει το θάνατο και θα κερδίσει την αθανασία.

Μήπως, όλα τα τέρατα των δοκιμασιών είναι τελικά φίλοι και όχι εχθροί μας, αφού δίχως αυτά θα ήταν αδύνατον να κάνουμε κτήμα μας τις υπέρτατες αρετές που θα μας επιτρέψουν να ξαναβρούμε τον χαμένο ουρανό, τη χαμένη ευτυχία; αναρωτιέται ο ανθρωπολόγος φιλέλληνας Ζακ Λακαριέρ.
Ό,τι και να ισχύει, είναι φανερό, φίλες και φίλοι, ότι η προσπάθεια για το «ανέβασμα» του εαυτού μας, έχει πάντα βοηθό το θεό(ή όποια ανώτερη δύναμη ταιριάζει στον καθένα), όσο δύσκολη και αν είναι η συνέχιση της πορείας. Η θέα από ψηλά πάντα δικαιώνει!   


  

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016

ΜΑΙΚΛ ΚΟΛΛΙΝΣ- ΤΟ ΓΕΛΑΣΤΟ ΠΑΙΔΙ
Και το άλυτο μυστήριο της δολοφοανίας του
Της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου




Φίλες και φίλοι,

Το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη που δονούσε τα ελληνικά στάδια μετά τη  Μεταπολίτευση, «Το γελαστό παιδί» μιλά για τον ήρωα που αφιέρωσε τη ζωή του στην πάλη για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, Μάϊκλ Τζέημς Κόλλινς (1890-1922).
Ο Κόλλινς γεννήθηκε στο Κλονακίλτι της επαρχίας του Κόρκ, κομμάτι της κατεχόμενης από τους Άγγλους Ιρλανδίας και ήταν ο τρίτος γιός και το μικρότερο από τα οκτώ παιδιά του Μάϊκλ Τζών Κόλλινς. Ο πατέρας του, αν και αγρότης, αγαπούσε τα μαθηματικά και ήταν μέλος μιας μυστικής οργάνωσης, πολύ διαδεδομένης στην επαρχία του Κόρκ, για την απελευθέρωση της Ιρλανδίας με τις αρχές της να εδράζονται στην επανάσταση του 1798. Ήταν η Ιρλανδική Ρεμπουπλικανική Αδελφότητα (IRB), η οργάνωση που ήταν υπεύθυνη για τις πιο σημαντικές εξεγέρσεις του 19ο αιώνα.

Η μητέρα του, που πέρασε τα νεανικά της χρόνια φροντίζοντας την ανάπηρη μητέρα της και μεγαλώνοντας τα μικρότερα αδέλφια της, επηρέασε πολύ τον Κόλλινς. Όλη η φροντίδα της φάρμας τους έπεσε στα δυνατά της χέρια όταν ο σύζυγος πέθανε. Σε μια κοινωνία που η φιλοξενία ήταν μεγάλη αρετή, η κυρία Κόλλινς είχε αναδειχθεί «φιλόξενη εις την χιολιοστήν».
Το πνεύμα της αυτοθυσίας που κυριαρχούσε στο σπιτικό τους, φαίνεται ότι χρησίμευσε στον Κόλλινς όποτε προσπαθούσε να ενώσει τον κόσμο, σκεπτόμενος μ’ εναν τρόπο αποτελεσματικό και ανθρωπιστικό.Είχε μια σπάνια ικανότητα να πείθει τους γύρω του, ό,τι και αν πρέσβευε ο καθένας. Ήταν μια φωτεινή προσωπικότητα, εγκάρδιος, τίμιος, μοναδικός, ο «εγκέφαλος» του κινήματος.
Δεν σταμάτησε ποτέ να δουλεύει δίπλα στα αδέλφια και τα ξαδέλφια του, ενώ πολεμούσε για την απελευθέρωση της Ιρλανδίας και ξεκουραζόταν ασκώντας την πυγμαχία- κερδίζοντας πάντα.

Ο νεαρός Κόλλινς είχε δυναμικό ταπεραμέντο- ζούσε και ανέππνεε για να δει την Ιρλανδία ελεύθερη. Στα 15 του σταμάτησε το σχολείο και πήγε στο Λονδίνο, όπου άρχισε να δουλεύει ως ταχυδρομικός και παιδί θελημάτων σε μια χρηματιστηριακή εταιρία. Λίγο αργότερα σπούδασε νομικά και εντάχθηκε στην μυστική οργάνωση, της οποίας μέλος ήταν και ο πατέρας του. Το 1916 επέστρεψε στο Δουβλίνο και εργάστηκε σε ένα δικηγορικό γραφείο, για να λάβει ενεργό μέρος στην «εξέγερση του Πάσχα» (24 Απριλίου 1916). Η «εξέγερση», αν και ανεπιτυχής, άνοιξε το δρόμο για την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας πέντε χρόνια αργότερα.  Ο Κόλλινς συνελλήφθη, κρατήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και αφέθηκε ελεύθερος τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.

Στις βρετανικές εκλογές του 1918 πλειοψήφισε στην Ιρλανδία το κόμμα ΣΙΝ ΦΕΙΝ(= εμείς οι ίδιοι) το οποίο υποστήριζε την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας, με επί κεφαλής τον Ίμον Ντε Βαλέρα και επίλεκτο μέλος τον Μάϊκλ Κόλλινς. Οι Ιρλανδοί βουλευτές συγκρότησαν στο Δουβλίνο μια προσωρινή κυβέρνηση και εθνοσυνέλευση (Ντάϊλ Έρεαν), η οποία ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας. Επειδή ο αιρετός πρόεδρος (Ντε Βαλέρα) και ο αντιπρόεδρος (Άρθουρ Γκρίφιθ) μπήκαν φυλακή, ένα μεγάλο μέρος των ευθυνών τους πέρασε στον Κόλλινς, που έτσι έγινε ο πρώτος Υπουργός Εσωτερικών του Σίν Φέιν. Φυσικά, οργάνωσε την απόδραση του Ντε Βαλέρα και ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών.
Κατά τη διάρκεια του Αγγλοϊρλανδικού Πολέμου (1919-1921) ο Κόλλινς διακρίθηκε για τις στρατιωτικές ικανότητές του: δημιούργησε μικρές και ευέλικτες ομάδες ανταρτών που χτυπούσαν γρήγορα και αποτελεσματικά τους αγγλικούς στόχους τους, έχοντας άριστη γνώση της περιοχής και την πλειοψηφία του κόσμου με το μέρος τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Κόλλινς αναδείχτηκε ως ένας από τους μεγαλύτερους θεωρητικούς του ανταρτοπολέμου (αργότερα αντιγράφηκε από την ΕΟΚΑ της Κύπρου). Ως επιβεβαίωση των παραπάνω, είχε επικηρυχθεί από τους Άγγλους για 10.000 λίρες.

Στις 6 Δεκεμβρίου 1921 ο Γκρίφιθ, αφού επείσθη από τον Κόλλινς, υπέγραψε στο Λονδίνο τη Συνθήκη Ειρήνης πιστεύοντας ότι κάνει το καλύτερο δυνατό για την Ιρλανδία και ότι υπέγραφε την προσωπική του καταδίκη σε θάνατο (η Συνθήκη εκχωρούσε στην Ιρλανδία καθεστώς αυτοκυβερνώμενης πολιτείας κάτω από την επωνυμία Ιρλανδικό Ελεύθερο Κράτος, στα πλαίσια της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, μιλούσε για διχοτόμηση του νησιού σε βόρειο και νότιο και απαιτούσε όρκο πίστης στο αγγλικό Στέμμα).
Στην προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε στην ελεύθερη Ιρλανδία πρόεδρος ήταν ο Γκρίφιθ και πρωθυπουργός ο Κόλλινς, ο οποίος αντιμετώπισε αμέσως στασιαστικές κινήσεις.Επειδή απέφευγε να πάρει μέτρα εναντίον των πρώην συναδέλφων του, ο ΙΡΑ κατέλαβε τα «τέσσερα δικαστήρια» στο Δουβλίνο. Ο εμφύλιος είχε ξεσπάσει.
Ο Γκρίφιθ πέθανε τον Αύγουστο του 1922 και ο Κόλλινς ανέλαβε και τα καθήκοντα του Προέδρου. Τα κράτησε μόνο για δέκα μέρες. Ενώ έκανε περιοδεία στο δυτικό Κόρκ, μια επικίνδυνη περιοδεία, αφού πήγαινε σε χώρο που υπερτερούσαν οι Διαφωνούντες με την Συνθήκη, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις αντιρρήσεις των ανθρώπων του περιβάλλοντός του, πυροβολήθηκε σε ενέδρα(των Διαφωνούντων) στην τοποθεσία Μπίλ Να Μπλάθ, ένα απομονωμένο σταυροδρόμι, και πέθανε (22 Αυγούστου 1922).

Ο θάνατός του εξακολουθεί να παραμένει ένα μυστήριο, κι αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους:
-Οι μόνοι μάρτυρες ήταν τα μέλη του Ελεύθερου Στρατού που τον ακολουθούσαν και οι Διαφωνούντες με την υπογραφή  της Συνθήκης. Οι καταθέσεις τους είναι απολύτως αντιφατικές. 
-Δεν υπάρχει πλήρης φάκελος όλων των εμπλεκόμενων και κανείς από τους αυτόπτες μάρτυρες δεν ανακρίθηκε από τις Αρχές.
-Πολλά γράφηκαν σε εφημερίδες, ειπώθηκαν σε ιδιωτικές συνεντεύξεις ή γράφηκαν αργότερα από βιογράφους. Γενικότερα, όσα γράφηκαν πάνω-κάτω συμφωνούν μεταξύ τους, αν και υπάρχουν και περιπτώσεις αντικρουόμενες.
-Ο Κόλλινς πίστευε ότι ο εμφύλιος όδευε στο τέλος του και δεν δεχόταν ότι οι αντίπαλοί του θα τον σκότωναν «στον τόπο του».
-Αν και έγινε ανταλλαγή πυρών, μόνος νεκρός ήταν ο Κόλλινς και δεν υπήρξε ούτε ένας τραυματίας.
-Γιατί οι δικοί του άντρες άργησαν τόσο πολύ να φθάσουνς στο Κόρκ(20 μίλια), ποιός εξαφάνισε τα έγγραφα και το ημερολόγιο/σημειωματάριο του Κόλλινς(βρέθηκε μετά από μερικές δεκαετίες).
-Ο ιατρικός φάκελος των τελευταίων συμβάντων δεν υπάρχει. Δεν γνωρίζουμε, επομένως, σε ποιό νοσοκομείο τον οδήγησαν, ποιός γιατρός τον εξέτασε, αν έγινε ή όχι αυτοψία, και το κυριώτερο: ποιός ήταν ο ακριβής αριθμός των χτυπημάτων και η φύση τους.

Ακόμη και οι στίχοι του τραγουδιού (Βασίλης Ρώτας και Brendan Behan) απηχούν το μυστήριο του θανάτου του.

Ήταν πρωί του Αυγούστου κοντά στη ροδαυγή
Βγήκα να πάρω αέρα στην ανθσμένη γη
Βλέπω μια κόρη κλαίει σπαραχτικά θρηνεί
Σπάσε καρδιά μου εχάθη το γελστό παιδί.
Είχεν αντρεία και θάρος κι αιώνια θα θρηνώ
Το πηδηχτό του βήμα το γέλιο το γλυκό
Ανάθεμα την ώρα κατάρα τη στιγμή
Σκοτώσαν οι δικοί μας το γελαστό παιδί.
Μον’ να’ ταν σκοτωμένο στου αρχηγού το πλάι
Και μόνον από βόλι Εγγλέζου να ‘χε πάει
Κι από απεργία πείνας μέσα στη φυλακή
Θα’ταν τιμή μου πού’χασα το γελαστό παιδί.
Βασιλικιά μου αγάπη μ΄αγάπη θα στο λέω
Για το ό,τι έκανες αιώνια θα σε κλαίω
Γιατί όλους τους εχθρούς μας θα ξέκανες εσύ
Δόξα τιμή στ’ αξέχαστο γελαστό παιδί.







Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Της Dimitra Papanastasopoulou
(Δημοσιευμένο και στην ιστοσελίδα  The Mythologists)






Φίλες και φίλοι,

Οι τόποι όπου διακυβεύεται η τύχη των ηρώων είναι συχνά εξίσου σημαντικοί  με αυτή την ίδια την τύχη. Ο Οιδίπους γεννήθηκε, έζησε και πέθανε μεταξύ Κορίνθου, Θήβας και Αθήνας. Ολόκληρη η ζωή του κύλησε ανάμεσα στις δύο πρώτες πόλεις, σε μια εναγώνια αναζήτηση των πραγματικών γονιών του και του ίδιου του εαυτού του.
Το δράμα του, η κατάρα του, το τρομερό του πεπρωμένο ξετυλίχτηκε σε μια μικρή γωνία της γης. Η αληθινή μοίρα του Οιδίποδα ήταν να εξερευνήσει το μυστήριο, όχι τόσο του θανάτου όσο της ύπαρξής του. Ποιοί ήταν οι πραγματικοί του γονείς; Κι εκείνος ποιός ήταν; Γιατί έζησε όλη του τη ζωή αγνοώντας την αληθινή του καταγωγή; Και γιατί οι Θεοί του επεφύλαξαν μια τέτοια φρικτή μοίρα;

Ο Οιδίποδας ήταν απόγονος του Κάδμου, του ίδιου Κάδμου που είχε νικήσει τον Δράκοντα, είχε σπείρει τα δόντια του και είχε ιδρύσει την Θήβα. Σ΄αυτή την πόλη, λοιπόν, έζησαν οι πρόγονοι του Οιδίποδα: ο παππούς του Λάβδακος και ο πατέρας του Λάϊος.
Όπως συνέβη και στον Θησέα, αλλά με ακόμη πιο ξεκάθαρο τρόπο, η γέννηση του Οιδίποδα σφραγίστηκε με το σημάδι της θεϊκής κατάρας. Ένας χρησμός είχε προειδοποιήσει τον Λάϊο να μην τεκνοποιήσει, γιατί ο γιός που θα ερχόταν στον κόσμο θα τον σκότωνε. Ο Λάϊος, όπως και ο Αιγέας, αγνόησε τον χρησμό...
Ωστόσο, αργότερα, μάλλον φοβήθηκε τις συνέπειες της πράξης του  και αποφάσισε να εγκαταλείψει το παιδί πάνω στον Κιθαιρώνα, όχι μακριά από τη Θήβα. Τού τρύπησε τους αστραγάλους, πέρασε ένα σκοινί από τις τρύπες που άνοιξε και το έδωσε σ’ έναν υπηρέτη του με εντολή να αφήσει το βρέφος στο βουνό.

Ο υπηρέτης το λυπήθηκε και το παρέδωσε σ’ έναν βοσκό που συνάντησε και ο οποίος φύλαγε τα πρόβατα του βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβου( σύμφωνα με την εκδοχή του Σοφοκλή στην τραγωδία του Οιδίπους Τύραννος, αφού όλες οι υπόλοιπες, άσχετα με τις λεπτομέρειες καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα).
Η εγκατάλειψη ενός βρέφους στη φύση για να κατασπαραχθεί από τα άγρια ζώα είναι μια πρακτική που φαίνεται βάρβαρη, αλλά ήταν αρκετά διαδεδομένη καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας- και όχι μόνο. Μ’ αυτόν τον τρόπο απέφευγαν την άμεση παιδοκτονία και άφηναν στο δύστυχο θύμα μια πιθανότητα επιβίωσης, ισχνή βεβαίως. Αποτελούσε παράδοση-στους μύθους των ηρώων- είτε μιλάμε για τον Οιδίποδα είτε για τον Κύρο, τον Ρωμύλο και τον Ρέμο- να αφήνονται στα χέρια της τροφοδότριας Γης και να σώζονται χάρη σε μια θαυματουργή παρέμβαση.
Αν δεν τους μάζευε κάποιος ξένος, αναλάμβανε ένα ζώο να τους θρέψει και να τους προστατέψει. Έχοντας, έτσι, υποβληθεί στη δοκιμασία της γης, το παιδί που γλίτωνε σήμαινε ότι είχε κληθεί για ένα υψηλό πεπρωμένο. Αυτό συνέβη και στον Οιδίποδα. Τον περιμάζεψε ο βοσκός και τον πήγε στον αφέντη του, τον βασιλιά Πόλυβο. Τα τρυφερά ποδαράκια, βάναυσα κακοποιημένα είχαν ήδη πρηστεί και το όνομα που σκέφτηκε ο Πόλυβος ήταν Οιδίπους- αυτός με τα πρησμένα πόδια.
Ο Οιδίπους πέρασε μια ανέφελη παιδική ζωή, με τους ανθρώπους που πίστευε ως φυσικούς γονείς του, με το Πεπρωμένο να τον κοιτά αθέατο, από απόσταση. 

Κάποια μέρα, ο Οιδίπους κορόϊδεψε κάποιον μεθυσμένον. Εκείνος τον αποκάλεσε «έκθετο», ο Οιδίπους ρώτησε τον Πόλυβο, που αρνήθηκε να απαντήσει ευθέως και χωρίς να χάσει χρόνο πήγε στους Δελφούς για να συμβουλευτεί το μαντείο και να βγάλει άκρη.
Ή πηγαίνοντας ή επιστρέφοντας (ανάλογα με την εκδοχή), ο Οιδίπους επέλεξε έναν πολύ στενό δρόμο στην διαδρομή Δελφοί- Δαυλίδα(σημερινή Δαύλεια), ένα μονοπάτι στην ουσία που διέσχιζε το βουνό κάνοντας κύκλο. Άξαφνα, είδε να πλησιάζει ένας αριθμός ανδρών, που μετέφεραν κάποιον σε ένα φορείο. Κάποιος από αυτούς  τού είπε να κάνει στην άκρη και, θεωρώντας ότι δεν τον άκουσε, τον χτύπησε. Ο Οιδίπους εξεμάνη. Επιτέθηκε, σκότωσε αυτόν που τον είχε χτυπήσει και στη συνέχεια όρμησε εναντίον των υπολοίπων, σκοτώνοντας άλλους τέσσερις. Μαζί και εκείνον που μετέφεραν. Ύστερα εξακολούθησε το δρόμο του, κάνοντας προσπάθεια να ηρεμήσει. Ο νεκρός του φορείου ήταν ο Λάϊος...




Το μαντείο των Δελφών τού είχε πει ότι θα σκοτώσει τον πατέρα του και ο Οιδίπους, δυστυχισμένος, δεν ήθελε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Πήρε το δρόμο που οδηγούσε στη Θήβα. Λίγο έξω από την πόλη συνάντησε τη Σφίγγα.
Η Σφίγγα, με γυναικείο πρόσωπο και μπούστο, είχε πόδια και ουρά λιονταριού και έφερε φτερά. Έλεγαν ότι ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας, αλλά σύμφωνα με μια άλλη παράδοση ήταν νόθα κόρη του Λάϊου. Είχε διαλέξει για κατάλυμα ένα βράχο κοντά στη Θήβα, από όπου περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην πόλη. Η Σφίγγα σταματούσε όλους τους περαστικούς και απαιτούσε να βρίσκουν λύση σε πολύπλοκους γρίφους. Όποιος δεν έβρισκε τη λύση έβρισκε τον θάνατο: η Σφίγγα τον έτρωγε.
Ο κίνδυνος ήταν τόσο μεγάλος, που η βασίλισσα Ιοκάστη, γυναίκα/χήρα του Λάϊου έφτασε στο σημείο να προσφέρει το θρόνο της Θήβας σε όποιον απαντούσε σωστά και εξολόθρευε το τέρας.
Η Σφίγγα σταμάτησε τον Οιδίποδα και τον ρώτησε:
«Ποιό είναι το πλάσμα που το πρωί περπατά με τέσσερα, το μεσημέρι με δύο και το βράδυ με τρία πόδια;»
Εκείνος απάντησε αμέσως: «Ο άνθρωπος. Περπατά στα τέσσερα όταν είναι μικρός, στα δύο όταν μεγαλώσει και στα τρία όταν γεράσει, αφού χρησιμοποιεί μπαστούνι».
Η Σφίγγα εκνευρισμένη ζήτησε να λυθεί και δεύτερος γρίφος:
«Ποιές είναι οι δύο αδελφές που γεννούν η μία την άλλη και η δεύτερη γεννά με τη σειρά της την πρώτη;»
Και πάλι ο Οιδίπους απάντησε γρήγορα: «Η νύχτα και η ημέρα».
Η Σφίγγα απελπίστηκε, γκρεμίστηκε από τον βράχο και σκοτώθηκε.

Αυτό το πασίγνωστο επεισόδιο έχει ένα ολοφάνερο νόημα: η απάντηση στην ερώτηση της Σφίγγας (και στην αναζήτηση του Οιδίποδα, την οποία, σε μια καίρια στιγμή, συνοψίζει και συμβολίζει) είναι ο άνθρωπος. Για να ανακαλύψει τον εαυτό του ξεκίνησε την περιπλάνησή του ο Οιδίπους. Γύρευε τον πατέρα, τη μητέρα, γύρευε τις ρίζες του, δηλαδή, ο συμβολισμός εδώ είναι η γνώση της αληθινής του φύσης.
Ωστόσο, ο μύθος περικλείει κι άλλο ένα νόημα. Ο Οιδίπους συμβολίζει τον ίδιο τον άνθρωπο. Το μυστικό της ζωής του, της ασύνειδης και τραγικής, είναι το ίδιο με το μυστικό της ανθρώπινης φύσης, το οποίο η συνείδηση αγωνίζεται τις περισσότερες φορές να καταπνίξει, ενώ ο μύθος το φανερώνει με μεταφορικό λόγο. Επειδή ο Οιδίπους ήταν ο μόνος που εξιχνύασε το μυστικό της Σφίγγας και το μυστήριο του ανθρώπου, υπήρξε συγχρόνως ο μόνος που οδήγησε ως τα άκρα την ζήτηση της τρομερής, μα αναπόδραστης αλήθειας. Από τους αρχαίους ακόμη χρόνους θεωρήθηκε ως ένας ήρωας καθ’οδόν προς την επίγνωση.

Ο Οιδίπους μετά τη νίκη του μπήκε θριαμβευτής στη Θήβα, παντρεύτηκε την Ιοκάστη και βασίλεψε στην πόλη. Απέκτησε τρία παιδιά: την Αντιγόνη, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη( η Ισμήνη είναι επινόηση του Σοφοκλή) και άρχισε γαληνεμένος να απολαμβάνει την ευτυχία. Ήταν ο σωτήρας της πόλης, βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Ο μόνος εφιάλτης, σπρωγμένος όλο και πιο βαθιά στα μύχια της ψυχής του, παρέμενε ο χρησμός των Δελφών και ο Οιδίπους δεν σκόπευε να πάει ποτέ στην Κόρινθο όσο ζούσε ο Πόλυβος.
Τα χρόνια πέρασαν και τα παιδιά του μεγάλωσαν. Φαινομενικά όλα ήταν γαλήνια μέχρι που ενέσκηψε λοιμός στην πόλη. Ο λοιμός για τους αρχαίους Έλληνες ήταν σημάδι στίγματος, ηθικού και κινωνικού, έτσι, η μόνη οδός ήταν το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός ήταν αδυσώπητος:
ένας άνθρωπος, κάτοικος της πόλης, την κηλίδωνε με την παρουσία του. Ο φονιάς του Λάϊου ζούσε ανάμεσά τους, ζωντανός. Όσο θα ζούσε, ο λοιμός και η ακαρπία θα ρήμαζαν την πόλη.





Ο ίδιος ο Οιδίπους ανέλαβε να διεξαγάγει τις έρευνες. Ήθελε να βρει το φονιά, αυτόν που μίαινε ολόκληρη τη Θήβα, τη δική του πόλη- το βασίλειό του, τον κόσμο του.
Από αυτό το σημείο, η τραγωδία του Σοφοκλή εκτυλίσσεται ως ένα αστυνομικό  έργο, η πλοκή του οποίου σφίγγει ολοένα και περισσότερο γύρω από τον Οιδίποδα. Το δράμα ξεκινά όταν μαθαίνει ότι ο φονιάς του Λάϊου είναι ο ίδιος, αντιλαμβανόμενος ότι είναι βασιλοκτόνος, αγνοώντας ότι είναι και πατροκτόνος.
Η αλήθεια και η φρίκη κατοικούν πλέον στο σπίτι του. Η Ιοκάστη προαισθάνεται την αλήθεια. Μέσα στην απελπισία της αυτοκτονεί, αλλά ο Οιδίποδας στρίβει το μαχαίρι της αλήθειας μέχρι το κόκκαλο. Επιθυμεί να φτάσει ως το τέρμα, να μάθει την παραμικρή ανατριχιαστική λεπτομέρεια του μυσερού πεπρωμένου του.
Ρωτά, ανακρίνει, δεν αφήνει τίποτε στη σκιά. Όλοι οι μάρτυρες των κρίσιμων στιγμών της ζωής του, ο υπηρέτης του Λάιου που τον είδε να σκοτώνει τον κύριό του, ο βοσκός που τού έσωσε τη ζωή στο βουνό, βρίσκονται μπροστά του- μάρτυρες κατηγορίας, αν και θα ήθελαν να σωπάσουν, να ξεχάσουν, να συνεχίσουν να ζουν.
Ο Οιδίπους βιάζει τις συνειδήσεις, θηρεύει την αλήθεια, ακόμη κι όταν κρύβεται στο σκοτάδι. Μαθαίνει ποιός είναι με τεράστιο κόστος, τόσο μεγάλο και τρομερό, που κανείς άλλος στη θέση του δεν θα ξεσκέπαζε. Αλλά ο Οιδίπους, ο ήρωας, ο συνειδητός άνθρωπος  που αναζητά την αλήθεια είναι ένας και μοναδικός.